Στο μυαλό του τρομοκράτη: από τη διαπραγμάτευση στην από-ριζοσπαστικοποίηση
Μπορούμε να κατανοήσουμε τους τρομοκράτες; Γύρω από αυτό το ερώτημα έχει δομηθεί μια μεγάλη επιστημονική και πολιτική αντιπαράθεση που στην καρδιά της έχει το δίλημμα «είναι ή όχι ο τρομοκράτης ορθολογικός δρώντας;». Υπάρχει μία διακριτή θεωρητική σχολή μελέτης της τρομοκρατίας που υποστηρίζει πως οι τρομοκράτες είναι ορθολογικοί δρώντες και όχι απλώς θανατολάγνοι φανατικοί.
Αυτή η αντιπαράθεση ήταν κυρίαρχη και στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων με τους τρομοκράτες. Πέραν της ηθικής διάστασης από πλευράς του κράτους, υπήρχε και ο προβληματισμός για το αν και πώς μπορεί κάποιος να διαπραγματευθεί με έναν μη ορθολογικό δρώντα. Το 1981, σε ένα άρθρο του για την τυποποίηση των διαπραγματευτικών διαδρομών/ τακτικών ανάμεσα σε κράτη και οργανώσεις τρομοκρατών, ο Jerome Corsi έγραφε ότι, για τις περισσότερες κατηγορίες ενεργειών, οι τρομοκράτες διαθέτουν αναλυτικό πλάνο εξόδου και επιβίωσης και ότι πολύ λίγοι στην πραγματικότητα εμφανίζονται ξεκάθαρα αυτοκτονικοί στις κινήσεις τους. Ως εκ τούτου, η διαπραγμάτευση μαζί τους αποτελούσε επιλογή, ενορχηστρωμένη με τρόπο που όχι μόνο μείωνε το ρίσκο απώλειας αλλά μπορούσε να διδαχθεί ως υψηλή τέχνη διπλωματίας.
Οι τρομοκρατικές οργανώσεις του 20ου αιώνα είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε μεγάλο βαθμό ήταν δομημένες και λειτουργούσαν ως κλειστές σέκτες, ακολουθώντας όλες τις συνωμοτικές διαδικασίες. Ο αριθμός των ανθρώπων που ήταν μέλη μιας οργάνωσης ήταν μικρός, ενώ η διαδικασία ένταξης ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη. Πρέπει εδώ να συνυπολογίσουμε και την παράμετρο της τεχνολογίας, η οποία άλλαξε δομικά τόσο την τρομοκρατία, όσο και την ριζοσπαστικοποίηση. Για να μπορέσουν λοιπόν, πέρα των επιχειρήσεων σύλληψης, να έρθουν σε επαφή οι αρχές με τρομοκράτες, έπρεπε να ακολουθήσουν δύο διαδικασίες: α) τη διείσδυση και β) τη διαπραγμάτευση. Η δεύτερη, πάντα στο πλαίσιο που αναπτύχθηκε παραπάνω, πέραν της στενής της διάστασης (διαπραγματευόμαστε με τους τρομοκράτες για να αποτραπεί μία τρομοκρατική ενέργεια ή να περιοριστεί στο μεγαλύτερο δυνατό το κόστος της π.χ. ομηρίες), είχε και μία ευρεία διάσταση. Μέσω της επαφής με τους τρομοκράτες, οι αρχές μπορούσαν να συλλέξουν πληροφορίες, να καταλάβουν καλύτερα το δράστη και την ψυχολογική- συναισθηματική του κατάσταση και, στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό, να τον επηρεάσουν, έστω στη βάση του περιορισμού μιας επίθεσης ή απλώς στο να κερδηθεί χρόνος για να διεξαχθεί μια επιχείρηση της αστυνομίας.
Με άλλα λόγια, η διαπραγμάτευση μπορούσε να λειτουργήσει και ως ένας τρόπος να μπει κάποιος στο μυαλό ενός τρομοκράτη. Δεν είναι τυχαίο το πώς τόσο επιστημονικά, όσο και σε επίπεδο μυθιστορίας- κυρίως σε επίπεδο ταινιών/ σειρών- η ιδιάζουσα σχέση μεταξύ διαπραγματευτή και τρομοκράτη έχει βρει αρκετό έδαφος.
Δυστυχώς για την προβλεψιμότητα τους, οι τρομοκρατικές οργανώσεις στον 21ο αιώνα εξελίχθηκαν πολυδιάστατα και εκσυγχρονίστηκαν, ακριβώς όπως συνέβη σε κάθε δι- ομαδική διεργασία που επηρεάστηκε από την παγκοσμιοποίηση. Οι αλλαγές, μεταξύ άλλων, αφορούσαν στο ιδεολογικό υπόβαθρο, με την επικράτηση μιας νιχιλιστικής- θανατολαγνικής αποδομημένης μετά- ιδεολογίας, στον τρόπο στρατολόγησης και ριζοσπαστικοποίησης κυρίως λόγω των νέων τεχνολογιών, αλλά και στη στρατηγική και στο τελικό στάδιο που αυτές προωθούν ως το μεγάλο τους αφήγημα, όπως το παγκόσμιο χαλιφάτο των ισλαμιστικών οργανώσεων. Σημαντικές αλλαγές βλέπουμε και στον τομέα των δραστών, τόσο στο ψυχολογικό προφίλ τους, κάτι που έγινε ευρέως αντιληπτό με την διεύρυνση της δεξαμενής πιθανής στρατολόγησης από την ISIS, όσο και στο ζήτημα των μοναχικών δρώντων που λειτουργούν σε καθεστώς υψηλής συναισθηματικής φόρτισης.
Αυτές οι αλλαγές, σε συνδυασμό με την απαξίωση της διαδικασίας της όποιας πιθανής επικοινωνίας πριν από τα χτυπήματα από μια νέα γενιά τρομοκρατών που, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, όπου και κυριάρχησε μια κουλτούρα τζιχαντιστικού θανάτου, όπως την ορίζει ο Olivier Roy, οδήγησαν κατά κάποιο τρόπο την in situ διαπραγμάτευση στο περιθώριο.
Από τη στιγμή που η τρομοκρατία έπαψε να χωράει σε καλούπια, ο τρόμος που αυτή προκαλεί πολλαπλασιάστηκε. Μπορούμε να καταλάβουμε τι έχουν στο μυαλό τους οι τρομοκράτες του 21ου αιώνα; Η διαπραγμάτευση με την ευρεία της έννοια, ως διαδικασία συλλογής πληροφοριών, κατανόησης των τρομοκρατών και της ψυχολογικής- συναισθηματικής τους κατάστασης και στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό ως επιρροή, μια διαδικασία δηλαδή επικοινωνίας, διαφοροποιήθηκε. Άλλαξε τόπο και τρόπο διεξαγωγής: από τη σκηνή μιας ανθρωπογενούς καταστροφής στην πρώτη γραμμή των πρωτοβουλιών από- ριζοσπαστικοποίησης και επανένταξης στο πλαίσιο των γενικότερων πολιτικών πρόληψης. Επειδή δηλαδή οι τρομοκρατικές ενέργειες έγιναν περισσότερο εσωτερικές ως προς το σχεδιασμό, τη στοχοθέτηση και το τελικό αποτέλεσμα, ταυτόχρονα η επικοινωνία μετατοπίστηκε σε άλλα κανάλια (διαπραγμάτευση με κρατούμενους, προγράμματα απεμπλοκής και από- ριζοσπαστικοποίησης μέσα σε φυλακές) και έγινε σημαντικό μέσο άντλησης πληροφοριών σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο αφού βοηθάει στην ανάδυση των αδυναμιών που βασανίζουν τις ομάδες και την βαθύτερη κατανόηση των αναγκών που καλύπτει η τρομοκρατία ως βίαιη διαδικασία αλλαγής δεδομένων.
Η μετάβαση αυτή, ωστόσο, δεν έγινε χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις ή απουσίες από τον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών που τώρα προβάλλουν δύο βασικά επιχειρήματα υπέρ μιας ψυχολογικής προσέγγισης στην τρομοκρατία. Αφενός οι τρομοκρατικές οργανώσεις, αν και ατυπικές πλέον ως προς τη συμπεριφορά τους, είναι ομάδες που διέπονται από τις ίδιες αρχές και ακολουθούν το ίδιο τελετουργικό ανάπτυξης και διαστρωμάτωσης με οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Η έρευνα που αφορά στην ιδιαίτερη προσωπικότητα των τρομοκρατών και τα γενεσιουργά αίτια των πράξεων τους έχει ακόμη μεγάλο περιθώριο εξέλιξης, αλλά η παραδοχή ότι είναι αδύνατο να κατακτήσουμε σε βάθος τη γνώση που απαιτούν οι προσπάθειες έγκαιρης αντιμετώπισης έχει γίνει πλέον καθολική. Αφετέρου, μπορεί οι παράμετροι που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη στην αναλυτική διαδρομή να ποικίλλουν αλλά υπάρχουν τουλάχιστον δύο σημαντικά στοιχεία που διέπουν τις τρομοκρατικές ενέργειες και αυτά είναι α) το στοιχείο της εχθρικότητας προς συγκεκριμένη ομάδα στόχο και β) την επιβολή φόβου σε άμαχο πληθυσμό για τη συρρίκνωση της ελευθερίας κινήσεων τους, αποτελέσματα που εξυπηρετούν τους σκοπούς των τρομοκρατών. Η ανάλυση του «μυαλού του τρομοκράτη» και της επιθετικότητας που οικοδομείται σταδιακά μέσα από την αρχική ένταξη του σε μία ομάδα από την οποία αυτός αντλεί νόημα και αποκτά ταυτότητα, είναι ένα σύγχρονο πρώτο βήμα προς τον σχεδιασμό πολιτικών ανάσχεσης της τρομοκρατικής βίας.
Σήμερα - χωρίς να αποκλείεται η πολιτικοκοινωνική προσέγγιση και η συνθεώρηση διαφορετικών μεταβλητών στη γέννηση της τρομοκρατίας - σε μεγάλο βαθμό ενθαρρύνεται μια bottom-up προσέγγιση στο θέμα, που εξετάζει τα άτομα και τις ομάδες μέσα στις οποίες αυτά κινούνται και εξελίσσονται. Κάτι τέτοιο, δεν επιτυγχάνεται μέσα σε κάποιο απομακρυσμένο εργαστήριο θεωρητικής προσέγγισης στο πρόβλημα αλλά στα «κοινωνικά εργαστήρια» των συνομιλιών με τους δράστες που είναι ζωντανοί και αποτελούν πηγή πληροφοριών. Δεν είναι λίγες περιπτώσεις τρομοκρατών που από- ριζοσπαστικοποιήθηκαν και συνεργάζονται στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση πολιτικών πρόληψης. Από την ανάλυση της ενέργειας καθαυτής, στην ανάλυση των στοιχείων που οικοδομούν την προσωπικότητα των δραστών, αυτό που αναζητείται είναι επιπλέον η κατανόηση των κινήτρων που ωθούν ένα άτομο να εξυπηρετήσει ένα κοινωνικοπολιτικό σκοπό με τον πιο βάναυσο τρόπο. Η τρομοκρατία ως επιλογή, είναι το αντικείμενο έρευνας που αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για τους κοινωνικούς ερευνητές και τους συνδιαμορφωτές πολιτικών πρόληψης του μέλλοντος.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο the book's journal, στις 29 Δεκεμβρίου 2020. Βρείτε το εδώ.
Corsi, J. R. (1981). Terrorism as a Desperate Game. Fear, Bargaining, and Communication in the Terrorist Event. Journal of Conflict Resolution, 25(1), 47-85.
Görzig, C. (2009). Predicting Terrorism. Négociations, 11, 105-120.
Roy, O. (2017), Η Τζιχάντ και ο Θάνατος, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα.
Victoroff, J. (2005). The Mind of the Terrorist. A Review and critique of psychological approaches. Journal of Conflict Resolution, 49(1), 3-42.
Comments