top of page
Αναζήτηση
Steve Bakalis & Despoina Limniotaki

Η φροντίδα για την Τρίτη Ηλικία και η ανάγκη να μιλήσουμε για το Elders Drain

Ο τομέας της κοινωνικής φροντίδας ηλικιωμένων αντιμετώπισε μυριάδες προκλήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID19. Απέναντι στις πολλαπλές απώλειες που έπληξαν αυτό τον τομέα πρώτο, κάποιες χώρες ένωσαν τις δυνάμεις τους υπέρ των άμεσων μεταρρυθμίσεων στις παροχές και τις υπηρεσίες προς τους πολίτες μεγαλύτερων ηλικιών. Αυτό που κατάφεραν δεν ήταν απλώς το να επιδείξουν ευελιξία και ανθεκτικότητα εν μέσω της υγειονομικής κρίσης αλλά πολύ περισσότερο να θέσουν τα θεμέλια ενός σχεδίου ποιότητας ζωής για όλους. Απώτερος στόχος τους δεν ήταν η περιστασιακή, βραχυπρόθεσμη ανακούφιση από τα δεινά που μαστίζουν τον τομέα, αλλά η κληροδότηση στους νεότερους ενός βιώσιμου πλάνου, συνεπούς με τις στατιστικές που δείχνουν αύξηση του προσδόκιμου ζωής και επίμονες φροντιστικές ανάγκες για ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, παγκοσμίως.

Την Άνοιξη του 2019, στην Ελλάδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προεκλογικά υποσχεθεί μια στρατηγική για τους μεγαλύτερους σε ηλικία συμπολίτες μας, κάτι που καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε θέσει ως προτεραιότητα, πολλώ δε μάλλον σε επίπεδο εθνικού σχεδιασμού. Οι δεσμεύσεις βέβαια για το θέμα αφορούσαν αποκλειστικά στις παθητικές παροχές και τις υπηρεσίες προς τους πολίτες σε σχέση με τη δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα με τρόπο που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία να εξακολουθούν να έχουν λόγο στη διαχείριση της δικιάς τους ζωής και, κυρίως, της δικιάς τους συνταξιοδοτικής περιουσίας. Στην πραγματικότητα ωστόσο, αυτό που είχε σημασία ήταν το ότι ο υποψήφιος τότε πρωθυπουργός είχε θίξει ένα θέμα για το οποίο η Ελλάδα δεν είχε κάνει ποτέ τίποτα.

Το ξέσπασμα του κορονοϊού ξεγύμνωσε όλα τα κενά στην κοινωνική πρόνοια έτσι ώστε η προηγούμενη απουσία εθνικής στρατηγικής να φαντάζει ως η τεράστια αποτυχία ενός κράτους που απαντούσε στις κρίσεις αφότου αυτές εκδηλώνονταν. Παραδείγματος χάριν, το σύστημα υγείας γονάτισε τόσο πολύ ώστε να καθίσταται αδύνατη η κεντρική φροντίδα των μονάδων φιλοξενίας ηλικιωμένων (προεκλογική δέσμευση) επειδή όλο το νοσηλευτικό προσωπικό παραιτούνταν μαζικά για να εξυπηρετήσει τα νοσοκομεία. Για να είμαστε δίκαιοι, αυτό ήταν ένα πρόβλημα που προέκυψε σε πολλές χώρες και σε πολύ χειρότερο βαθμό αλλά δεν μπορούμε να πορευόμαστε με επιχειρήματα του τύπου «καλά πάμε, δεν γίναμε ακόμη Σουηδία». Τους πρώτους μήνες του 2022, η τραγική ιστορία των ανθρώπων του γηροκομείου Χανίων και οι εγκληματικές προεκτάσεις της διαχείρισης του, θύμισαν σε όλους μας ότι υπάρχει ένα θέμα που περιμένει σοβαρές απαντήσεις: το προφίλ ενός ατόμου που γερνά και έχει αυξανόμενες ανάγκες φροντίδας και περίθαλψης, η χαρτογράφηση της πορείας του, ο τρόπος που συντηρείται και οι υπηρεσίες που χρειάζεται, όλα μα όλα βρίσκονται στο σκοτάδι. Η έκθεση της Eurocarers έγραψε ότι «στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν για την ώρα συμπαγείς, ομοιόμορφες επίσημες υπηρεσίες για τους ηλικιωμένους. Οι υπάρχουσες υπηρεσίες απευθύνονται αποκλειστικά στους φτωχότερους». Στα παραπάνω να προστεθεί και το ότι ο δημόσιος διάλογος για την Τρίτη Ηλικία ουδέποτε συνεχίστηκε.

Από την άλλη, η φροντίδα των ηλικιωμένων και η διαχείριση των συντάξεων τους είναι θέματα που συνδέονται στενά. Παραδοσιακά, οι ελληνικές οικογένειες αναλαμβάνουν εξολοκλήρου την φροντίδα των ηλικιωμένων μελών τους, για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι το γεγονός ότι η σύνταξη των τελευταίων λειτουργεί ως «εισόδημα» και μάλιστα σε νοικοκυριά που η πολυετής κρίση άφησε χωρίς εργασία. Τα μέτρα που υιοθετούνται στην Ελλάδα δεν διευκολύνουν τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας να πάρουν τη διαχείριση της ζωής τους στα χέρια τους και μάλιστα σε μια χώρα στην οποία οι κυβερνήσεις διαχρονικά αθετούν ή καθυστερούν υπερβολικά να υλοποιήσουν υποσχέσεις. Τα στοιχεία που έχουμε από άλλες χώρες δείχνουν ότι τα καλά προγράμματα φροντίδας είναι αυτά που ασκούν λιγότερο κρατικό έλεγχο στον τρόπο που προγραμματίζονται και αποδίδονται οι συντάξεις ενώ αναγνωρίζουν περισσότερες επενδυτικές ελευθερίες στους ανθρώπους, προκειμένου αυτοί να σχεδιάσουν τα γηρατειά τους.


Η φροντίδα ηλικιωμένων μπορεί να γίνει μακροπρόθεσμα ένα εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης που επιπλέον δημιουργεί συνεκτικούς, διαγενεακούς δεσμούς επειδή αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την πρόνοια και τοποθετούν τον εαυτό τους σε σχέση με αυτή. Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα όμως βασίζονται στην αυθαίρετη ερμηνεία των κομματικών και ακαδημαϊκών εμπνευστών τους ότι η αγορά και ο ανταγωνισμός αντιβαίνουν σε ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις, εγκλωβίζοντας έτσι τους συνταξιούχους στον κρατικό μηχανισμό με βάση μια δημοσιονομική πολιτική που δεν τηρεί στοιχειώδεις οικονομικούς κανόνες και αρχές.

Χρειάζεται να σημειώσουμε επίσης το ότι οι αλλαγές στον τομέα κοινωνικής φροντίδας είναι απαραίτητες όχι μόνο για να υπάρξει ποιότητα ζωής για τους ηλικιωμένους αλλά προκειμένου η χώρα να γίνει ελκυστική ως Ευρωπαϊκός συνταξιοδοτικός προορισμός, όπως είναι άλλες χώρες, σύμφωνα με το παγκόσμιο οικονομικό forum, κάτι που θα ενώσει διαφορετικά υπουργεία σε ένα κοινό στόχο.


Οι πολιτικές για την κοινωνική φροντίδα των ηλικιωμένων αναμένεται να βρεθούν στην κορυφή των διεργασιών, τα επόμενα χρόνια.



* Ο Στιβ Μπακάλης είναι πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Victoria της Μελβούρνης

Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό φύλλο της εφημερίδας Η Καθημερινή, στις 26 Αυγούστου 2022


Comments


bottom of page