top of page
Αναζήτηση
Δέσποινα Λιμνιωτάκη, Ψυχολόγος MSc

Επιλέγοντας παιδικό σταθμό

Η μετάβαση του παιδιού από το οικείο περιβάλλον του σπιτιού του στην πολυπολιτισμική κοινότητα ενός παιδικού σταθμού, δεν είναι εύκολη υπόθεση. 



Αφενός ο βαθμός δυσκολίας στην προσαρμογή διαφέρει από παιδί σε παιδί και εξαρτάται από τις μέχρι εκείνη τη στιγμή εμπειρίες του από τη ζωή και τους φροντιστές του.  Πολύ περισσότερο όμως, το να διευρύνεις τους ορίζοντές σου, να μάθεις να συνεργάζεσαι, να εμπιστεύεσαι, να δίνεις προτεραιότητα στους άλλους, τελικά δηλαδή να αφήνεσαι προκειμένου να γνωρίσεις τη ζωή, δεν είναι παιχνίδι (παρόλο που ένα σημαντικό μέρος από τα παραπάνω, τα μαθαίνει κανείς μέσα από το παιχνίδι, θεατρικό ή μη). 

 

Το καινούριο επιφυλάσσει συναισθήματα όπως φόβο, αγωνία, δισταγμό, ντροπή, αλλά και επιθυμία, περιέργεια, αδημονία, αγάπη, και αυτά αφορούν σε όλες τις ηλικίες.  Στόχος του καλού εκπαιδευτικού είναι να δείξει στα παιδιά, έμμεσα ή άμεσα, το πώς να μη φοβούνται τα συναισθήματά τους, αλλά αντίθετα να τα γιορτάζουν, επειδή αυτά φτιάχνουν λιθαράκι λιθαράκι το μονοπάτι της προσωπικής ολοκλήρωσης και ευτυχίας. 

 

Οι παιδαγωγοί, λοιπόν, οι συνεργάτες και το προσωπικό του παιδικού σταθμού που θα πάρουν στα χέρια τους αδέξια παπάκια για να τα βοηθήσουν να εξελιχθούν σε επιδέξιους και (εσωτερικά) πανέμορφους κύκνους, πρέπει να είναι εκπαιδευμένοι σε πολλά διαφορετικά πράγματα, από τα οποία η κοπτική-ραπτική είναι μόνο η αρχή (πολλοί σταθμοί δίνουν υπερβολική έμφαση στο εικαστικό-διακοσμητικό κομμάτι, αυτό δηλαδή που παράγει χειροτεχνήματα με σκοπό τον εντυπωσιασμό των γονέων και αγνοεί το αξίωμα ότι σημασία έχει η δημιουργική διαδικασία).  Επιπλέον, μαθήματα όπως η διαπολιτισμική αγωγή καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο στο ωρολόγιο πρόγραμμα από την ξένη γλώσσα, κυρίως επειδή δεν είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της γενικότερης κουλτούρας του, αλλά μαθαίνει στα παιδιά πώς να παπαγαλίζουν άψυχες λέξεις σαν τη Ντόρα την Εξερευνήτρια.  Από την άλλη μεριά, η μητρική γλώσσα των παιδιών (συνήθως η ελληνική στους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς) αντί να εμπλουτίζεται, στην πραγματικότητα συρρικνώνεται, αφενός γιατί το να μιλάς δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ξέρεις γραμματική, σύνταξη και διαθέτεις πλούτο εκφραστικών μέσων, αφετέρου επειδή πολύ περισσότεροι εκπαιδευτικοί από όσο φανταζόμαστε υποτιμούν τη νοημοσύνη των παιδιών, μιλώντας τους είτε «μωρουδίστικα», είτε «ξεπετώντας» τα με προστάγματα και κανόνες, με σκοπό την εξομοίωση των παιδιών, δηλαδή την εξάλειψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και τη μετατροπή τους σε πειθήνια πρόβατα.  Με άλλα λόγια, η ξεχωριστή προσωπικότητα του κάθε παιδιού πάει περίπατο, επειδή δεν είναι τόσο βολικό να κουμαντάρεις δεκαέξι και βάλε ξεχωριστές προσωπικότητες, σε αντίθεση με μια, πανομοιότυπη.

 

Αυτό που πρέπει να έχει στο νου του ο κάθε γονέας που θέλει να εγγράψει το παιδί του σε έναν παιδικό σταθμό, είναι καταρχήν το ότι οι σταθμοί δεν είναι πάρκινγκ παιδιών και συνεπώς δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι.  Επιπλέον, οι γονείς θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με τους εκπαιδευτικούς των παιδιών τους (αυτό ισχύει για όλες τις ηλικίες), τόσο προκειμένου να μπορέσουν να χαράξουν μια κοινή πορεία προς όφελος του παιδιού, όσο και για να συζητούν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα επιμέρους προβλήματα που προκύπτουν στο δύσκολο δρόμο της εκπαίδευσης (και πάντα υπάρχουν τέτοια).  Πολύ περισσότερο όμως θα ήταν χρήσιμο να εκπαιδευτούν και οι ίδιοι οι γονείς πάνω σε θέματα ουσίας και δη ψυχολογίας (πάνω στο πώς δηλαδή θα μπορέσουν να βοηθήσουν το παιδί τους να αναπτυχθεί σαν προσωπικότητα σε συνεργασία με την παιδαγωγό), αντί να κολακεύονται από τα επουσιώδη (τις εκατοντάδες πανομοιότυπες χειροτεχνίες που φτιάχνουν οι δασκάλες) και να τα θεωρούν απόδειξη ότι ο εκάστοτε σταθμός κάνει «καλή δουλειά».  Με άλλα λόγια να αναζητούν την πρόοδο μέσα στο παιδί τους, αντί στα «επιτεύγματά του», να επαινούν τις εσωτερικές αλλαγές προς το καλύτερο, και να ελέγχουν την παλαιότητα των παιδαγωγών (σταθμός που αλλάζει κάθε τρεις και λίγο προσωπικό έχει θέμα με τη δομή του).  Πάνω από όλα όμως, να ρωτούν το παιδί τους για τις εμπειρίες του, να επιδιώκουν να γίνονται ενεργά μέλη της σχολικής κοινότητας, βοηθώντας και προσφέροντας εκεί που χρειάζεται, να τσεκάρουν αν το παιδί τους είναι ευτυχισμένο μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον - το κλάμα για παράδειγμα, δεν είναι πάντα σύμπτωμα κακής προσαρμογής: μπορεί να είναι και ένδειξη ότι οι ανάγκες του παιδιού δεν καλύπτονται από το πρόγραμμα του σταθμού (και με τη λέξη «ανάγκη» δεν εννοώ την ανάγκη για αγκαλιές και χάδια από τους φροντιστές, αλλά την ανάγκη για ερεθίσματα ικανά να το ξεκολλήσουν από το σπίτι και να το βάλουν σε διαδικασία να ερευνήσει, να δοκιμάσει, να πειραματιστεί, να διασκεδάσει τη ζωή).

 

(Και μια μικρή υποσημείωση: όλα τα παραπάνω έχουν εξαφανιστεί κάτω από τη σαρωτική επίδραση του ΕΣΠΑ.  Πλέον, για μια πολύ μεγάλη μερίδα γονέων, σημασία δεν έχει η δουλειά που κάνει ο σταθμός, αλλά το αν “παίρνει” παιδιά με ΕΣΠΑ.  Πολύ κρίμα για την πιο σημαντική περίοδο στη ζωή ενός παιδιού: την προσχολική.  Όλοι συμφωνούμε για τη σπουδαιότητά της, αλλά αρκετοί σε αυτή την ηλικία “ταίζουν” το παιδί αβέρτα σκουπίδια.  Πιστέψτε με, είναι καλύτερα να ζήσετε χωρίς άι φόουν και να τοποθετήσετε αυτά τα χρήματα στην εκπαίδευση των παιδιών σας.  Η μόρφωση είναι αξεπέραστη.  Δεν μπορώ να πω το ίδιο για τα μοντέλα κινητής τηλεφωνίας).

 

Η αγωγή και η μόρφωση προκύπτουν από την σωστή εκμετάλλευση του τυχαίου.  Δεν πρέπει, ωστόσο, να αφήνονται στην τύχη.  Αν υπάρχει κάτι το οποίο θα πρέπει να φροντίζουμε παντός καιρού και εποχών, είναι η σωστή ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών μας, επειδή τελικά αυτά κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στον ψυχικό πλούτο και την απόλυτη προσωπική ένδεια.    


* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος, Παιδαγωγός και Ιδρύτρια της The Healing Tree community for Mental Health 

Comments


Commenting has been turned off.
bottom of page