Η Θεωρία Διαχείρισης του Τρόμου (Terror Management Theory) στην μάχη για την ψυχική υγεία
Το ένστικτο επιβίωσης είναι σύμφυτο σε όλα τα έμψυχα όντα. Ο άνθρωπος όμως, είναι το μόνο πλάσμα που βιώνει το υπαρξιακό άγχος, επειδή γνωρίζει πως θα πεθάνει. Στις πρωτόγονες κοινωνίες, το άγχος βοηθούσε τους ανθρώπους να πάρουν μέτρα ενάντια στους κινδύνους που παραμόνευαν. Ο Φρόιντ πίστευε πως το άγχος λειτουργούσε ως ένα προειδοποιητικό καμπανάκι για παρακείμενο κίνδυνο και ο Δαρβίνος αναγνώρισε πως αρκετά είδη ζώων επιβίωσαν εξελικτικά επειδή μπορούσαν να διαισθανθούν το κακό και να προφυλαχθούν εγκαίρως. Ωστόσο, η εξέλιξη έφερε τους ανθρώπους ακόμα πιο κοντά στη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου της ύπαρξής τους και - σε συνδυασμό με την ανησυχία για τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής - δημιούργησε αδιέξοδο: σε αντίθεση με τα άλλα ζώα, ο άνθρωπος βούλιαξε στην απόγνωση και το χάος. Έγινε δηλαδή ένα «υπεραγχώδες ζώο το οποίο διαρκώς εφευρίσκει αιτίες για να αγχώνεται ακόμα και όταν αυτές δεν υπάρχουν».
Περισσότερο από εβδομήντα χρόνια πριν, ο Φρόιντ πίστευε πως οι ιδέες του αφανισμού και του θανάτου απορρίπτονται από τον σύγχρονο άνθρωπο ως αποτρόπαιες και πως, κατά βάθος, όλοι μας είμαστε πεπεισμένοι πως θα ζήσουμε για πάντα. Αυτό που δεν μπορούσε να φανταστεί, είναι πως θα ερχόταν μια ημέρα που ο θάνατος θα αποτελούσε θέμα ταμπού, ισχυρότερο από το θέμα πάνω στο οποίο στήριξε την ψυχαναλυτική του καριέρα, δηλαδή το σεξ. Με τον ίδιο τρόπο που το σεξ και οι συναφείς με αυτό δημόσιες εκδηλώσεις ή αναφορές, σκανδάλιζαν τα ήθη των κοινωνιών των αρχών του προηγούμενου αιώνα και χαρακτηρίζονταν από τους εκπροσώπους της εκκλησίας ως αμαρτία – πράξη του Σατανά, ο θάνατος έφτασε στο σημείο να αποσιωπάται, εξαιτίας των αρνητικών συναισθημάτων που ξυπνούσε και ξυπνά. Παρόλα αυτά, μια πρωτοποριακή εργασία έφερε ξανά τον θάνατο στο προσκήνιο, ως την εμμονή που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο πορευόμαστε στη ζωή: το 1973 , ένας ανθρωπολόγος, ο Ernest Becker, στο βιβλίο του The Denial of Death, έγραψε πως ο φόβος για το θάνατο είναι η ψυχοδραστική μεταβλητή πίσω από κάθε ανθρώπινη ενέργεια. Έτσι ο θάνατος μετετράπη σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και αμφιλεγόμενα θέματα προς έρευνα της επιστήμης της Ψυχολογίας, η βάση της Θεωρίας Διαχείρισης του Τρόμου - Terror Management Theory (απόσπασμα από το βιβλίο της Δέσποινας Λιμνιωτάκη, Ζήτημα Ζωής και Θανάτου, εκδόσεις Ίτανος, 2008).
Για τους κοινωνικούς ψυχολόγους, σήμερα, ο φόβος του θανάτου είναι η δύναμη που μας κινητοποιεί και μας κάνει δραστήριους, ο λόγος που κρύβεται πίσω από τις αποφάσεις και τις επιλογές μας. Είναι το κίνητρο για να προχωρήσουμε παραπέρα, να αγαπήσουμε, να παθιαστούμε, να κάνουμε όνειρα, σχέδια και μια γερή επανεκκίνηση, ιδιαίτερα σε ζόρικες περιόδους που μας θυμίζουν το γεγονός ότι η ζωή είναι μία, μοναδική κι αδιαπραγμάτευτη και γι' αυτό οφείλουμε να την ζήσουμε με σεβασμό και στο φουλ!
Η άρνηση της βεβαιότητας του θανάτου διαφαίνεται στην προσπάθεια των ανθρώπων να χειριστούν τις ζωές τους και τα υπάρχοντά τους. Ο αγχωμένος άνθρωπος τακτοποιεί τα πράγματα σε κατηγορίες, κάνει σχέδια, κινείται διαρκώς σε μια προσπάθεια να βγάλει το θάνατο από το μυαλό του: ταξιδεύει, εργάζεται και διασκεδάζει ξέφρενα. Την ίδια στιγμή ψάχνει τρόπους να προαχθεί της ταπεινότητάς του και να «διασφαλίσει» το σινάφι του: κάνει παιδιά, τους δίνει τα ονόματα των προγόνων του, ερωτεύεται, μορφώνεται, σπουδάζει, καταναλώνεται σε τελετές και ιεροτελεστίες σε μια προσπάθεια να «ενωθεί» με το σύμπαν, με το θείο, με το αιώνιο. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας αυτοσυντήρησης είναι η δημιουργία και η εξέλιξη του πολιτισμού μας. Καμιά όμως πράξη δεν είναι ικανή να ξεριζώσει το φόβο του θανάτου από την ψυχή του. Εξαναγκάζοντας τον εαυτό του στη λήθη, καταφέρνει στην ουσία να ενισχύει αυτό τον φόβο υποσυνείδητα. Η αποφυγή του θέματος του θανάτου από τις καθημερινές συζητήσεις των ανθρώπων είναι η μεγαλύτερη απόδειξη του τρόμου που αυτό το θέμα προκαλεί. Παρόλο που ο επιστημονικός πειραματισμός κατόρθωσε να μεταφράσει τον γενετικό κώδικα και να ξεδιπλώσει τα μυστήρια της ανάπτυξης και της εξέλιξης εξασφαλίζοντας ποιότητα ζωής και μακροβιότητα, τα σύγχρονα πορίσματα ερευνών μάλλον έκαναν τη μυστικοπάθεια μόδα, επειδή κατάφεραν να παρατείνουν το μύθο του αφανισμού και της ανυπαρξίας με αποτέλεσμα να ενισχύσουν τις ψευδαισθήσεις μας. Πράγματι, νομίζουμε πως βρισκόμαστε πολύ πιο κοντά στην αιώνια ζωή.
Οι εμπειρικές έρευνες παρουσιάζουν τον τρόπο με τον οποίο ο πολιτισμός μας κατόρθωσε σταδιακά να μας οπλίσει με έναν μηχανισμό εξουδετέρωσης των μακάβριων σκέψεων που προκαλούν τη φρίκη για τον θάνατο. Όμως δεν υπήρξε ποτέ απόλυτα δυνατός από μόνος του στο να μας διασφαλίσει από την αγωνία. Σε αυτό το σημείο, η θρησκεία με όλες τις παραλλαγές της, προέκυψε ως το σύστημα που θα μπορούσε να ανακουφίσει τον άνθρωπο από το υπαρξιακό άγχος, αφού κατάφερε να εκλογικεύσει τις υπερφυσικές απορίες που τον βασάνιζαν: η θεολογική σκέψη βρίσκεται στη βάση ενός πολιτισμού που επιβεβαιώνει την αθανασία. Πολλές θρησκευτικές ομάδες υπόσχονται μετά θάνατο ζωή σ’ εκείνους που θα συναινέσουν σε ένα δόγμα και θα οργανώσουν τις ζωές τους σε σχέση με τις αρχές αυτού του δόγματος.
Ο Φρόιντ παραλλήλισε την ψυχολογική σχέση με το Θεό με την πρώτη συναισθηματική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και τη μητέρα. O Bowlby πίστευε πως η διαδικασία της παραμονής ενός βρέφους δίπλα σε μια τροφό η οποία ικανοποιεί τις βασικές ψυχοσωματικές ανάγκες του, οδηγεί σταδιακά στην ενίσχυση του ψυχικού δεσμού που συνδέει τα δύο πρόσωπα και οδηγεί στο χτίσιμο της συναισθηματικής σταθερότητας του βρέφους. Αυτή η πρώτη σχέση γίνεται το πρότυπο με βάση το οποίο διαμορφώνονται όλες οι κατοπινές διαπροσωπικές σχέσεις του ατόμου. Εάν αυτή η σχέση παρουσιάσει προβλήματα, τότε η προσωπικότητα του μετέπειτα ενήλικα θα αντανακλά την ανασφάλεια μιας διαδικασίας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ο Φρόιντ προχώρησε αυτή τη θεωρία λίγο παραπέρα, υποστηρίζοντας πως η θρησκεία συνέδεσε την επιθυμία για αιώνια ζωή με την ιδέα μιας υπερφυσικής, ανθρωπόμορφης υπόστασης, η οποία προβάλλεται στη συνείδηση του ανθρώπου ως άλλος πατέρας (τροφός) που θα σώσει τα παιδιά του από την κοσμική ταραχή. Αυτός ο πατέρας που έχει ανοιχτή αγκαλιά για όλα του τα παιδιά, βοηθά στην αποκατάσταση της χαμένης εμπιστοσύνης των ανθρώπων προς τους φυσικούς τους γονείς, εμπιστοσύνης που χάθηκε στην παιδική ηλικία (ελλιπής προσκόλληση και άρα ανασφαλές μεγάλωμα). Υπό την προστασία του πατρικού σχήματος, οι άνθρωποι παίρνουν κουράγιο και δύναμη για να τα βγάλουν πέρα στην ζωή. Κατ’επέκταση, οι θρησκευτικές ομάδες αντιμετωπίζουν τους οπαδούς τους ως ισότιμα μέλη μιας ευρύτερης οικογένειας. Αποτελούν από μόνες τους μικρές κοινότητες, μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι ενισχύουν την αυτοεικόνα τους και τυγχάνουν αποδοχής χωρίς να χρειάζεται να προσπαθήσουν πολύ ως αυτόφωτες προσωπικότητες– φτάνει μόνο να πιστεύουν. Με αυτό τον τρόπο οι θρησκευτικές ομάδες κατορθώνουν να διατηρούν τις ισορροπίες ανάμεσα στην παράφορη ζωή και τον τρόμο που προκαλεί ο επικείμενος θάνατος. Το μυστικό βρίσκεται στην προώθηση της ιδέας της «συμβολικής αθανασίας», μιας εναλλακτικής σκοπιάς από την οποία μπορεί κανείς να «δει» το μέλλον του με μεγαλύτερη σιγουριά, ως ένα άλλο επίπεδο συνείδησης που δεν έχει βιολογικούς περιορισμούς, αλλά προϋποθέτει την πνευματική και ηθικοκοινωνική υπέρβαση. Πολύ συχνά, το συναντάμε και στην πολιτική, στις συμπεριφορές και την τυφλή υποταγή των οπαδών σε κάποιο κόμμα, στον αθλητισμό ή στον φανατισμό κάθε είδους με το έθνος, την ομάδα, την κλίκα.
Οι δυτικού τύπου πολιτισμοί διαχωρίζουν το γήρας και το θάνατο από τα υπόλοιπα στάδια της ζωής ενός ανθρώπου, παρουσιάζοντάς τα ως θλιβερές επιπτώσεις της ανικανότητάς μας να ελέγξουμε τη φύση και να σταματήσουμε (με τεχνητά μέσα) τη φθορά. Ο ορθολογιστής επιστήμονας, βλέπει την πίστη στη μετά-θάνατο ζωή ως μια προσωπική αδυναμία του ανθρώπου να ξεπεράσει τους πρωτόγονους φόβους του. Ο ίδιος ο κλάδος των ψυχολόγων ρίχνει περισσότερο βάρος στη θεραπεία του φόβου του θανάτου και προσθέτει ένα λιθαράκι στο συνολικό «κίνημα» υπέρ της υγείας και της μακροβιότητας, εις βάρος της πραγματικής αποδοχής του θανάτου ως μέρους της ζωής. Ο Νίτσε έφτασε να ονομάζει το φόβο του θανάτου μια «Ευρωπαϊκή νόσο» οφειλόμενη σε μεγάλο ποσοστό στην επιρροή του Χριστιανισμού στο σύγχρονο τρόπο σκέψης.
Σε κάθε περίπτωση, ο θάνατος είναι εδώ ως εικόνα, είδηση, πληροφορία, σκέψη, για να μας ταρακουνήσει, να μας κάνει να ξεδιαλέξουμε τα σημαντικά, να μας αφυπνίσει για την ζωή και τις εναλλαγές της, να μας κάνει περισσότερο συνειδητοποιημένους. Ας εκμεταλλευτούμε αυτή την περίοδο για περισσότερη ενδοσκόπηση, για μια μινιμαλιστική προσέγγιση στη ζωή, για την εφαρμογή της περίφημης θεωρίας που μας θέλει να εστιάζουμε στο εδώ-και-τώρα.