top of page
Αναζήτηση
Despoina Limniotaki

Ζάπινγκ στην Ψυχή: η σχέση μας με την μικρή οθόνη

Η τηλεόραση έχει πάρει μυθικές διαστάσεις. Δεν είναι πια το ταπεινό μέσο ψυχαγωγίας που ήρθε τη δεκαετία του ’60 από την Αμερική. Οι περισσότεροι μπορούμε να θυμηθούμε αρκετές από τις εκπομπές των πρώιμων χρόνων λειτουργίας της στην Ελλάδα ενώ η μνήμη μας έχει συγκρατήσει τηλεοπτικά σήματα και σποτ που σημάδεψαν την παιδική και νεανική μας ηλικία. Κι αν σήμερα η τηλεθέαση έχει μειωθεί υπέρ της χρήσης διαδικτύου, η μικρή οθόνη δεν θα πάψει ποτέ να μας παρασύρει στα δίχτυα της. Ακόμα και όσοι ισχυρίζονται ότι την έχουν αφήσει πίσω τους ανεπιστρεπτί, δεν μπορούν παρά να αναφέρονται σε αυτήν ως πολίτες που βιώνουν κοινωνικά φαινόμενα. Διότι η τηλεόραση – περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέσο μαζικής επικοινωνίας – έχει την ικανότητα να μας διεγείρει και να μας ξεσηκώνει, να μας ενθουσιάζει και να μας θυμώνει, να μας κάνει να ξαναζούμε πολλές φορές τις ίδιες συγκινησιακές καταστάσεις.

Καλώς ή κακώς, η τηλεόραση μάς εμπεριέχει - είμαστε μέρος του λαϊκού πολιτισμού που αυτή εκτρέφει. Την ίδια στιγμή, τρεφόμαστε από τα προγράμματα που επιλέγονται για μας. Μέσα από την αναπαράσταση, το συμβολισμό και την αδιάκοπη αλληλουχία εικόνων και ήχου, η τηλεόραση αναδεικνύεται στο πιο ισχυρό όπλο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ενόσω η πραγματικότητα τεμαχίζεται και ξαναμοντάρεται επιλεκτικά για να συναντήσει τους αποδέκτες της. Είναι όμως το δράμα των άλλων ή η ερημιά της δικής μας ζωής που μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στο δελτίο των 8;

Για την ψυχολογία, κανείς μας δεν είναι παθητικός θεατής της επικαιρότητας. Αντιθέτως, δημιουργούμε μια σχέση με το περιβάλλον αναψηλαφώντας γεγονότα προκειμένου αυτά να ταιριάξουν στο σενάριο με το οποίο έχουμε μεγαλώσει. Τα ΜΜΕ βοηθούν τα μάλα – οι ιστορίες που μας διάβαζαν όταν ήμασταν παιδιά ζωντανεύουν στα επεισόδια που παίζει η τιβι. Με ανοιχτή την τηλεόραση υιοθετούμε απόψεις, αλλάζουμε γνώμες, μεταμορφωνόμαστε σε κήνσορες ή κυνικούς, σε (ειδωλο)λάτρες ή δεινούς σχολιαστές για να υποστηρίξουμε το παρελθόν που κουβαλάμε στους ώμους, την κοσμοθεωρία μας. Το πρόγραμμα έχει κάτι για όλα τα γούστα. Αλλά και οι μερεμέτηδες της φαντασίας, οι δημοσιογράφοι, οι σκηνοθέτες, όλοι αυτοί οι βιρτουόζοι της τραγικότητας κάνουν ότι μπορούν για να μας βοηθήσουν μέσα από τη σημειογραφία ή την ωμότητα να διαιωνίσουμε το παραμύθι. Παραφράζοντας τον τίτλο από γνωστό μυθιστόρημα του Μπρυκνέρ, δεν είμαστε σίγουροι τελικά για το ποιος από τους δύο επινόησε τον άλλο: εμείς ή η τηλεόραση; Η σχέση αλληλεπίδρασης εξυπηρετείται με τον καλύτερο τρόπο.

Κι έτσι έχουμε μια ζωή σαν σήριαλ.

Η διαδικασία μοιάζει σε πολλά με αυτή της ψυχανάλυσης. Ενώ οι θεραπευτές δουλεύουν με την αποσπασματικότητα των εμπειριών των θεραπευόμενων προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα συνεχές, κατανοητό σύνολο, τα τηλεοπτικά προγράμματα οπτικοποιούν την επιθυμία και το πάθος, τα διλήμματα και τους προβληματισμούς, ενθαρρύνοντας μας να διαπραγματευτούμε ανώδυνα (και ανέξοδα) σενάρια που θα μπορούσαν (;) να έχουν εφαρμογή στην καθημερινή ζωή. Μόνιμα αποτελέσματα δεν υπάρχουν, αλλά η ζωή γίνεται πιο υποφερτή μετά το 853ο επεισόδιο της αγαπημένης μας εκπομπής.

Κι όταν οι ψευδαισθήσεις αναγκάζονται να αλλάξουν συχνότητα; Τι γίνεται όταν η οθόνη μαυρίζει απότομα; Τότε η δημόσια ζωή δεν μπορεί πια να είναι ορατή, τότε βυθιζόμαστε ακόμα περισσότερο στα υπαρξιακά αδιέξοδα που μας έκαναν εξαρχής να στηθούμε μπροστά από μια τηλεόραση.

Χρειάζεται να είμαστε παρατηρητές και παρατηρούμενοι, κομπάρσοι ή/και πρωταγωνιστές αλλά ανυπερθέτως παρόντες στο ίδιο κοινωνικό πανηγύρι για να καταλαγιάσει ο φόβος της εσωτερικής απουσίας.

* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Ψυχολόγος MSc, Πρόεδρος και συνιδρύτρια της Κοιν.Σ.Επ The Healing Tree. Επικοινωνήστε μαζί της στο dlimniotaki@gmail.com

bottom of page