top of page
Αναζήτηση
Despoina Limniotaki

Πόσο σημαντική είναι η χρήση ψυχομετρικών εργαλείων (τεστ) για τη μέτρηση διαφόρων χαρακτηριστικών τ

Προτού μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τη χρησιμότητα και, πολύ περισσότερο, την αναγκαιότητα της χρήσης ψυχομετρικών τεστ στη διαδικασία επαγγελματικής συμβουλευτικής, είναι απαραίτητο να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναφορά στους λόγους που οδήγησαν, αρχικά, στην κατασκευή τους.



Η ιδέα για τη μέτρηση διαφόρων χαρακτηριστικών του ατόμου, έχει τις ρίζες της στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν η πρόοδος που είχε σημειωθεί εκείνη την εποχή στους κλάδους της φυσιολογίας, της ανατομίας και της νευρολογίας, γέννησε στους επιστήμονες την επιθυμία να βάλουν τα πανάρχαια φιλοσοφικά ερωτήματα που είχαν θέσει οι αρχαίοι φιλόσοφοι (ιδιαίτερα οι Έλληνες), στο μικροσκόπιο. Η επιθυμία αυτή, πολύ απλά, πήγασε από την ανάγκη να εντοπιστούν πειραματικά οι μηχανισμοί με τους οποίους η εμπειρική πραγματικότητα αποτυπώνεται στο μυαλό και τη συνείδηση των ανθρώπων. Ήδη από την εποχή του Γαλιλαίου και του John Locke είχε καταστεί σαφές ότι υπάρχει υποκειμενική πραγματικότητα, ότι ο τρόπος δηλαδή που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο διαφέρει σε σχέση με το περιβάλλον καθαυτό, αλλά και διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Τα πορίσματα των ερευνών που προέκυψαν από αυτή την προσπάθεια, έβαλαν τα θεμέλια για την καθιέρωση της ψυχολογίας ως ξεχωριστής επιστήμης.


Τον 18ο αιώνα, η επιστήμη της ψυχολογίας ανθίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην θεωρία της εξέλιξης, όπως είχε αρχικά εκφραστεί από το Δαρβίνο. Η έμφαση αυτή οφειλόταν στην ιδέα (πάλι βασισμένη στη φιλοσοφία) ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά ακολουθεί συγκεκριμένα μοτίβα ώσπου να διαμορφωθεί πλήρως και πως τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς διευκολύνουν την επιβίωση μέσα στις ομάδες. Αυτό που έλειπε στους επιστήμονες ήταν, ξανά, ο μηχανισμός μέσω του οποίου σταδιακά γίνεται η διαμόρφωση. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ψυχολογία παίρνει μια ενδιαφέρουσα στροφή: ταυτίζεται, για εκείνο το διάστημα τουλάχιστον, με τη μελέτη των διαφορών από άτομο σε άτομο, τη μέτρηση αυτών των διαφορών και την κατηγοριοποίησή τους. Στον αιώνα αυτόν κατασκευάζονται δειλά και τα πρώτα τεστ που μετρούν την ανθρώπινη ευφυΐα (νοημοσύνη), ως αποτέλεσμα αισθησιοκινητικών εμπειριών (δηλαδή ο τρόπος που βιώνει με τις αισθήσεις του τον κόσμο ένα άτομο καθώς ζει και κινείται μέσα σε ένα περιβάλλον και τα «τρυκ» που χρησιμοποιεί για να επιβιώσει ανάμεσα σε άλλα άτομα, καθορίζουν και το βαθμό ευφυΐας του. Αυτή η ιδέα - βασισμένη στις θεωρίες του εξαδέλφου του Δαρβίνου sir Francis Galton - ήταν επαναστατική τόσο στην εποχή της, όσο και σήμερα, δεδομένου ότι υπάρχει τεράστιο ρεύμα στις επιστημονικές κοινότητες των Ηνωμένων Πολιτειών υπέρ της συναισθηματικής νοημοσύνης, που δεν είναι τίποτα άλλο από το πόσο αποτελεσματικά χειρίζεται κανείς το περιβάλλον προς όφελός του).


Από το 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, οι ίδιες θεωρίες έχουν δεχθεί πολλές ερμηνείες, αλλά το συμπέρασμα είναι το ίδιο και εκφράζεται μέσα από τη χρήση διαφόρων ψυχομετρικών εργαλείων: ο άνθρωπος μπορεί σε γενικές γραμμές να ερμηνευθεί στα σημεία του και με βάση αυτή την ερμηνεία να δεχθεί συμβουλευτική στήριξη πάνω σε διάφορα θέματα, ένα από τα οποία είναι το επάγγελμα.


Είναι λοιπόν αναγκαία τα ψυχομετρικά τεστ; Θα ήταν αφελές να αρνηθούμε ότι υπάρχουν κατηγορίες χαρακτηριστικών που αφορούν σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες. Οι άνθρωποι είναι τόσο όμοιοι, όσο και διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο εντοπισμός των χαρακτηριστικών που υποβοηθούν ή εμποδίζουν έναν άνθρωπο να προχωρήσει στη ζωή, μπορεί να λειτουργήσει διαφωτιστικά για τον άνθρωπο αυτό, να του δείξει έναν δρόμο που ενδεχομένως να μην είχε σκεφτεί μέχρι τότε. Καταρχήν, λοιπόν, τα ψυχομετρικά εργαλεία ρίχνουν φως σε, ενδεχομένως, αδούλευτες πτυχές της προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Ιδιαίτερα, όταν ένα άτομο βρίσκεται σε νεαρή ηλικία, είναι σε σύγχυση και χρειάζεται να πάρει μια απόφαση που αφορά στην επαγγελματική του σταδιοδρομία ενώ δεν έχει προλάβει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα από τη ζωή, είναι σημαντικό να το διευκολύνουμε να δει τις ικανότητες και να συνειδητοποιήσει τα ενδιαφέροντά του, μέσα από σταθμισμένα τεστ που μπορούν να σκιαγραφήσουν ένα σαφές προφίλ. Στη συνέχεια, το προφίλ αυτό, στα χέρια ευαίσθητων και ικανών επαγγελματικών συμβούλων, μπορεί να γίνει το ερέθισμα για μια συζήτηση σε βάθος σε σχέση με το ίδιο το άτομο. Με άλλα λόγια, ενώ τα ψυχομετρικά εργαλεία δεν είναι από μόνα τους διαγνωστικά όργανα, ούτε τα αποτελέσματά τους πρέπει να θεωρούνται τελεσίδικα, μπορούν να οδηγήσουν στην αυτογνωσία, μέσα από συζήτηση τόσο με το ίδιο το άτομο, όσο και με την οικογένειά του (πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τη δυναμική της οικογένειας που διαμορφώνει επιλογές και επηρεάζει τις αποφάσεις). Άλλωστε, η συμβουλευτική διαδικασία διέπεται από στάδια, ένα από τα οποία είναι η διάγνωση.


Παρά τα παραπάνω, η διάγνωση εμπεριέχει πολλούς κινδύνους. Ο σημαντικότερος κίνδυνος αφορά σε αυτόν που χορηγεί το τεστ και παρέχει τις συμβουλές. Ποιος είναι, πόσο καταρτισμένος είναι και πόσο αντικειμενικός; Τα ψυχομετρικά τεστ υποβοηθούν κάθε σύμβουλο επαγγελματικής σταδιοδρομίας να παραμείνει αντικειμενικός (και αυτή η αντικειμενικότητα που έχουν τα τεστ, είναι ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της χρήσης τους στη συμβουλευτική διαδικασία). Όμως, ας μην ξεχνάμε, πως η συμβουλευτική έχει άμεση σχέση με την προσωπική ανάπτυξη. Η μηχανιστική προβολή ενός ατόμου μέσα από ένα τεστ, αν δεν αποσαφηνιστεί, αν αντιμετωπιστεί με αυστηρότητα, μπορεί να φυλακίσει ένα άτομο, να το κάνει δηλαδή να πιστέψει πως έχει συγκεκριμένες ικανότητες ή ότι θα πρέπει να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο δρόμο: αυτόν που του υποδεικνύουν τα αποτελέσματα του τεστ. Ας θυμηθούμε τη θεωρία της αυτεπάρκειας του Bandura (self-efficacy) που αναφέρεται στην υποκειμενική κρίση του ατόμου όσον αφορά στις ικανότητες που έχει προκειμένου να αντιμετωπίσει μια κατάσταση: Η αίσθηση της επάρκειας αποδυναμώνεται όταν η εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του πλήττεται από αρνητικές εμπειρίες σε σχέση με αυτό που θέλει να πετύχει. Σε δύσκολες ηλικίες, όπως είναι αυτή της εφηβείας, πόσο σταθερή είναι η εικόνα που έχουν τα παιδιά για τον εαυτό τους και πόσο μεταβάλλεται με βάση την επιτυχία ή την αποτυχία σε διάφορες δοκιμασίες; Ο κίνδυνος γίνεται ακόμα μεγαλύτερος όταν τα αποτελέσματα του τεστ συνάδουν με τις οικογενειακές αξιώσεις. Για παράδειγμα, μια οικογένεια γιατρών μπορεί να έχει την κρυφή επιθυμία το παιδί τους να γίνει και αυτό γιατρός. Από την άλλη μεριά, το παιδί αυτό μπορεί, πράγματι, να αποδειχθεί εξαιρετικά ικανό μέσα από μια πλειάδα δοκιμασιών. Τι γίνεται τότε; Πως ερμηνεύει κανείς το τεστ χωρίς να συμβάλλει στην ενίσχυση της πεποίθησης της οικογένειας ότι το παιδί πρέπει να γίνει γιατρός; Με ποιόν τρόπο θα ληφθούν υπόψη οι επιθυμίες του ίδιου του παιδιού που μπορεί να αντιτίθενται σε αυτές των γονέων, π.χ. το παιδί μπορεί να θέλει να γίνει καλλιτέχνης (οι επιθυμίες δημιουργούν κίνητρα και τα κίνητρα είναι ικανά να ενεργοποιήσουν ένα άτομο προς μια κατεύθυνση).


Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αυτός που θα χορηγήσει το τεστ δεν πρέπει να είναι απλώς άριστα καταρτισμένος, οφείλει να γνωρίζει σε βάθος ψυχολογία, να είναι διακριτικός και διορατικός – να μπορεί να αξιολογεί ποιους έχει απέναντί του, καταρχήν ως ξεχωριστές προσωπικότητες. Θα έλεγε κανείς ότι η αντικειμενικότητα στο επάγγελμα του συμβούλου θεωρείται δεδομένη, αλλά ο σύμβουλος επηρεάζεται από το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που τον εμπεριέχει – άρα σε μια κοινωνία όπως η Ελληνική, που η επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις θεωρείται από μόνη της καταξίωση και που τα παιδιά συμπληρώνουν μηχανογραφικά όχι με βάση τις ικανότητες και τα ταλέντα τους, αλλά με κριτήριο τι μπορούν να πιάσουν, είναι πολύ δύσκολο να συζητάς για ανάπτυξη, χωρίς να απογοητεύεσαι.


Συνοψίζοντας, θεωρώ πως η χρήση των ψυχομετρικών εργαλείων στην επαγγελματική συμβουλευτική θα πρέπει να γίνεται με σύνεση. Είναι καλό να χρησιμοποιούνται διαφορετικά είδη τεστ, έτσι ώστε να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μια πληρέστερη πρώτη εικόνα του ατόμου που έχουμε απέναντί μας. Η λήψη ιστορικού πριν τη χρήση του τεστ είναι απαραίτητη προκειμένου να καθορίσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει, κινείται και αλληλοεπιδρά το άτομο, αλλά και για να μπορέσουμε αργότερα να ερμηνεύσουμε τα αποτελέσματα του τεστ με βάση το υπόβαθρο του ατόμου. Η επεξήγηση και η αποσαφήνιση των διαδικασιών που ακολουθούνται, είναι απαραίτητες πριν και μετά τη χρήση του τεστ. Η διάγνωση πρέπει να διανθιστεί με πολλή συζήτηση.


Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως ο σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού πρέπει να ενημερώνεται, να επιμορφώνεται και να γνωρίζει τις τελευταίες εξελίξεις από διαφορετικά επιστημονικά πεδία (κοινωνιολογία, ψυχολογία, κ.λ.π), να δουλεύει ο ίδιος με τον εαυτό του για να μπορέσει να παραμείνει ουδέτερος, στο δρόμο της αυτογνωσίας. Ίσως έτσι, να καταφέρει όχι απλώς να συμβουλέψει ή να διαφωτίσει το άτομο που έχει απέναντί του, αλλά επιπλέον να το αφυπνίσει, να το εμψυχώσει, ακόμη και να το εμπνεύσει!

bottom of page