Πόσες φορές μπορεί κάποιος να μπει και να βγει από ένα νοσηλευτικό ίδρυμα προτού η πορεία του αρχίσει να θυμίζει περιστρεφόμενη πόρτα; Πώς αισθάνεται κάποιος που παίρνει μια διάγνωση για ψυχική νόσο για πρώτη φορά; Πώς μοιράζεται ο χρόνος ανάμεσα στο γιατρό και στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού;
Αυτές και άλλες πολλές ερωτήσεις αφορούν στους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τις ψυχικές νόσους. Συχνά, ως μοναχικές διαδρομές, ως έναν Γολγοθά ασυνεννοησίας και συνεχιζόμενων αποτυχιών, αφού οι πάσχοντες αισθάνονται μόνοι και αβοήθητοι, θύματα μιας διάγνωσης για την οποία δεν υπάρχουν οδηγίες προς ναυτιλλομένους. Τι μεσολαβεί ανάμεσα στις υπηρεσίες υγείας και στους λήπτες αυτών; Όχι και πολλά. Φαρμακευτική αγωγή και καταναλωτές, αγωνία να ισορροπήσεις ανάμεσα στη χημεία και στις σωστές δόσεις: εκείνες που θα σου επιτρέπουν όχι απλά να επιβιώνεις αλλά και να ζεις, να συνεχίσεις να θυμάσαι και να υποστηρίζεις τον πυρήνα σου. Και μοναξιά.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας γίνονται προσπάθειες μιας διαφορετικής προσέγγισης στην ψυχική υγεία, μιας εναλλακτικής από το νοσοκομείο, που έχει ως στόχο να ενισχύσει τη λειτουργικότητα των ληπτών υπηρεσιών και να παρατείνει τον χρόνο που περνάνε έξω από τα ιδρύματα.
Τα «ενδιάμεσα» προγράμματα φροντίδας (respite care programs) είναι προσπάθειες ολιστικής προσέγγισης της ψυχικής υγείας σε επίπεδο κοινότητας, όπου για κοινότητα βλέπε τον συντονισμένο αγώνα επαγγελματιών, ληπτών υπηρεσιών και των οικογενειών τους να αναλάβουν την ευθύνη μιας νόσου, ταυτόχρονα προσφέροντας ο ένας στον άλλο ενθάρρυνση και βοήθεια.
Τα προγράμματα πραγματοποιούνται σε κοινόχρηστους χώρους και περιλαμβάνουν μια πλειάδα δράσεων και δραστηριοτήτων που έχουν στη βάση τους την ενεργητική ακρόαση των αναγκών και επιθυμιών των ανθρώπων που πάσχουν. Θέματα όπως ο προγραμματισμός της θεραπείας που ακολουθείται, η πληροφόρηση και η παρακολούθηση της πορείας της υγείας τους, η κοινωνικοποίηση και η δικτύωσή τους, η ψυχαγωγία ή απλά η ανάγκη τους να υπάρχουν σε «ουδέτερο» έδαφος - χωρίς η ύπαρξή τους να οριοθετείται από την ταμπέλα του ασθενούς – είναι σε προτεραιότητα.
Σε αρκετές περιπτώσεις, τα προγράμματα πραγματοποιούνται μέσα από αμοιβαία υποστήριξη (peer support) και καθοδήγηση εκπαιδευμένου προσωπικού που μπορεί να προέρχεται από το βεβαρημένο-με-στερεότυπα χώρο των πρώην έγκλειστων σε κάποιο ίδρυμα. Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι που παρακολουθούν τα προγράμματα μιλούν για αποδοχή και ανακούφιση από το άγχος, για ασφάλεια και για το χώρο εκείνο που δίνεται στην ψυχή προκειμένου αυτή να «ξεκουραστεί».
Τα προγράμματα κοινωνικής φροντίδας έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα και στοχεύουν στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα ψυχικής υγείας. Επιπλέον, έχοντας παρουσιάσει σημαντική δράση σε Ευρώπη και Αμερική ήδη από τη δεκαετία του ’50, τα προγράμματα έχουν βρεθεί να βελτιώνουν σε σημαντικό βαθμό τη διασύνδεση με τις υπηρεσίες υγείας, να βελτιώνουν τη σχέση των ληπτών με αυτές, να οδηγούν σε μεγαλύτερη συμμόρφωση με τη συνταγογραφούμενη θεραπεία και να κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται καλύτερα με τον εαυτό τους και με την κοινότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα respite programs ενεργοποιούν τον ευάλωτο πληθυσμό και δεν τον αφήνουν να βουλιάξει στην αβοηθησία.
Εκεί όπου στο παρελθόν εναποθέταμε – μέχρι εγκατάλειψης - όλες μας τις ελπίδες στο σύστημα υγείας, τα σημερινά προγράμματα ανακουφιστικής φροντίδας μπορούν να είναι προσωποποιημένα και προσαρμοσμένα στις ανάγκες του καθενός από μας, ενώ η έμφαση δίνεται στην οικογένεια και στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ένα τυπικό εικοσιτετράωρο μέσα σε ένα τέτοιο χώρο μπορεί να περιλαμβάνει μαθήματα μαγειρικής ή χειροτεχνίας, συνεργατικό καφέ ή ενασχόληση με την κηπουρική. Οι χώροι κοινωνικής φροντίδας αποτελούν το σημείο συνάντησης στο οποίο οι άνθρωποι έρχονται κοντά για να μιλήσουν για την καθημερινότητα, να κάνουν παρέες, να σχεδιάσουν εκδρομές, να ανταλλάξουν προβληματισμούς ή απλά να περάσουν το χρόνο τους. Τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό και ο ένας βοηθάει τον άλλο. Οι χώροι βρίσκονται εκεί γι’αυτούς που τους χρειάζονται αλλά και για την ψυχοεκπαίδευση ολόκληρης της κοινότητας.
Υπάρχουν διέξοδοι στον τρόπο με τον οποίο γίνεται διαχείριση της ψυχικής υγείας σήμερα. Οφείλουμε να ανοίξουμε την αγκαλιά μας σε περισσότερες εκδοχές, σε περισσότερες φωνές. Και να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλο ότι μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε περισσότερα σε θέματα ανακούφισης και θεραπείας.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος, Πρόεδρος της Κοιν.Σ.Επ Κοινωνικής Φροντίδας The Healing Tree community for Mental Health