Εισαγωγή
Η εφηβεία είχε κατά το παρελθόν παραγκωνιστεί ερευνητικά ως μια περίοδος κυρίως αναπτυξιακών αλλαγών που εξετάζονταν σε σχέση με τις συμπεριφορικές τους προεκτάσεις. Για πολλά χρόνια, η υποστήριξη της εφηβείας έγερνε περισσότερο προς την παιδιατρική φροντίδα, αφήνοντας απέξω ένα σημαντικό κομμάτι από την κατανόηση επιμέρους βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραμέτρων που είναι δυνατό να κατασκευάσουν μια πολυπληθή κατηγορία υψηλού ρίσκου για την εμφάνιση προβλημάτων ψυχικής υγείας, προβλημάτων που μεταφέρονται στην ενήλικη ζωή ενός ανθρώπου. Αυτό που απουσίαζε ήταν μια ενδελεχής έρευνα πάνω α) στις αλλαγές στην παιδική και εφηβική ηλικία που πυροδοτούν την εμφάνιση σοβαρών διαταραχών και β) στην, ομαλή ή μη, μετάβαση από το σύστημα παιδιατρικής φροντίδας σε αυτό της φροντίδας ψυχικής υγείας ενηλίκων, μέσα από δομές και υπηρεσίες εκπαιδευμένες να ανιχνεύουν το κενό που κυοφορείται ανάμεσα και έτοιμες για να εφαρμόσουν ένα μοντέλο πρώιμης παρέμβασης στις ψυχικές νόσους. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να κατανοήσουμε και να επικοινωνήσουμε στην πράξη το πώς η έναρξη των διαταραχών της ενήλικης ζωής μπορεί να τοποθετείται χρονικά νωρίτερα, δηλαδή στην εφηβεία, ανάμεσα στα 15 με 25 έτη των ανθρώπων. Αυτό βοήθησε σημαντικά στο να χτιστεί στρατηγική πάνω στην παρέμβαση στην ψύχωση που αφορά στην πρώιμη εκδήλωση (Early-onset first-episode psychosis, EOP) σε συνάρτηση με το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο (First Episode Psychosis, FEP), το τόσο κρίσιμο για την κατοπινή, ταχύτερη εξομάλυνση της πραγματικότητας του ασθενούς. Επιπλέον μελέτες, ενίσχυσαν τη γνώση που οδηγεί στην πρόγνωση των νόσων, όπως για παράδειγμα οι έρευνες για το πώς οι έφηβοι εμπλέκονται σε συμπεριφορές υψηλού ρίσκου που δοκιμάζουν τα όρια και τις αντοχές τους και που μπορούν να οδηγήσουν σε προβλήματα ψυχικής υγείας και το πώς αρκετοί από αυτούς λαμβάνουν περιστασιακή ή διακοπτόμενη φροντίδα εξαιτίας των κενών στο σύστημα μετάβασης από την παιδιατρική στην φροντίδα ενηλίκων (child and adolescent mental health services, CAMHS to adult mental health services, AMHS). Αυτό που διαπιστώθηκε ως γενική παρατήρηση είναι το ότι οι ψυχικές διαταραχές των ενηλίκων θα μπορούσαν, κατά περίπτωση, να θεωρηθούν και ως «χρόνιες διαταραχές των νέων», μια διαπίστωση που άλλαξε το αφήγημα σε σχέση με τις ψυχικές νόσους κάνοντας λόγο για ηλικιακή συνθεώρηση εφηβείας-ενήλικης ζωής.
Η παρουσίαση αυτή εστιάζει στην αλλαγή της προσέγγισης στην ψυχική υγεία, αλλαγή που οδήγησε σταδιακά στη δημιουργία υπηρεσιών πρώιμης παρέμβασης για εφήβους και νέους σε πρώτο ψυχωσικό επεισόδιο. Η παρουσίαση κάνει μια σύντομη αναφορά στο παραπάνω θέμα καθώς και στα αντίστοιχα προσφερόμενα προγράμματα που «τρέχουν» σε διάφορα σημεία του κόσμου, σήμερα.
Η μεγάλη επαναξιολόγηση της εφηβικής περιόδου
Η εφηβεία είναι κάτι περισσότερο από μια ηλικιακή κατηγορία: πρόκειται για μια περίοδο κατακλυσμιαίων αλλαγών τόσο για τον έφηβο όσο και για το περιβάλλον του. Βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες κατασκευάζουν ένα σύνθετο σκηνικό επιβίωσης για τον εν εξελίξει ενήλικα, ο οποίος επιπλέον αγωνιά να πάρει αποφάσεις εκπαιδευτικής φύσεως ή επαγγελματικού προσανατολισμού, να δομήσει την προσωπική του ταυτότητα και να αναλάβει αντίστοιχες πρωτοβουλίες. Οι σχέσεις με την οικογένεια και τους φίλους περνούν από ανακατατάξεις που του κοστίζουν σε συναισθήματα και αντοχές. Σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο, ένα 26% του πληθυσμού θα εμφανίσει διαταραχές στην ψυχική υγεία που ενδεχομένως να επηρεάσουν αρνητικά τη μετέπειτα ζωή του ενώ υπολογίζεται ότι ένα στα τέσσερα παιδιά θα βιώσει προβλήματα ψυχικής υγείας στην εφηβεία. Από τα παραπάνω, πολλές από τις πλήρως ξεδιπλωμένες διαταραχές της ενήλικης ζωής θα έχουν τη βάση τους σε αφρόντιστες καταστάσεις που προέκυψαν στην εφηβεία. ‘Η, για να το θέσουμε διαφορετικά, ο ακριβέστερος δείκτης πρόβλεψης της ποιότητας προσαρμογής στην ενήλικη ζωή, θα είναι η ψυχιατρική συμπτωματολογία την οποία μπορεί να καταφέρουμε ή να μη καταφέρουμε να ανιχνεύσουμε έγκαιρα, αυτή που ξεκίνησε στην εφηβεία, κάποια στιγμή πήρε τα χαρακτηριστικά ολοκληρωμένου ψυχωτικού επεισοδίου και έγινε χρόνια.
Η πανδημία του COVID-19 - ιδιαίτερα στο πρώτο της ξέσπασμα - οδήγησε σε κοινωνική απομόνωση, δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας για οποιοδήποτε άλλο θέμα πλην του κορονοϊού και παραμέληση της συνολικής υγείας του πληθυσμού, παράγοντες που επιβάρυναν το ψυχοκοινωνικό φορτίο, οδηγώντας στην ανάπτυξη καταθλιπτικής διάθεσης, άγχους και ψυχωτικών συμπτωμάτων για πολλούς ανθρώπους. Για όσους νόσησαν και χρειάστηκαν είτε να νοσηλευτούν, είτε να βιώσουν τα συμπτώματα ενός long covid στο σπίτι, η σχετική βιβλιογραφία είναι ακόμα περιορισμένη αλλά διαρκώς αυξανόμενη σε όγκο πληροφοριών που δείχνουν μετατραυματικό στρες και ξέσπασμα ψυχωτικών επεισοδίων εξαιτίας του διάχυτου άγχους, παγκοσμίως. Αν λάβουμε υπόψη τις επιπλέον οικονομικοκοινωνικές δυσκολίες που βασανίζουν τις ανθρωποκοινότητες μας (π.χ. την ανεργία, την επισφάλεια) που μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικά συμπτώματα όπως αυτά της σταδιακής έλλειψης ενδιαφέροντος και της αβουλίας, αλλά και το δευτερογενές, τραυματικό στρες όπως προκύπτει από την επαφή μας με την επικαιρότητα μέσα από τα media (π.χ. τις εικόνες και ειδήσεις από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία), έχουμε ένα δυστοπικό σκηνικό από δεδομένα που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποία η πληροφορία μεταβολίζεται στην παιδική και εφηβική ηλικία. Το 2011, οι Copeland et al. ισχυρίστηκαν ότι, αν όλα τα ποσοστά τοποθετηθούν σε μια ενιαία κλίμακα που αγγίξει τα 25 έτη ζωής, τότε ένα 40% των μετέπειτα ενηλίκων υπολογίζεται να βιώσει μια σύνθετη, σοβαρή διαταραχή σε κάποια στιγμή στη ζωή του. Η έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση σε αυτά τα προβλήματα, είναι μονόδρομος.
Πόσο εύκολη είναι όμως η ανίχνευση ενός πρώιμου ψυχωσικού επεισοδίου και η παρέμβαση σε αυτό, για τους επαγγελματίες υγείας, τους εφήβους και τις οικογένειες τους, δηλαδή για όλα τα εμπλεκόμενα σε αυτή την πρώτη διάγνωση μέρη; Η προσεκτική παρατήρηση αλλαγών στα παιδιά και τους εφήβους, η εκτίμηση περιβαλλοντικών παραμέτρων και ο εντοπισμός τυχόν νευροαναπτυξιακών διαταραχών, σωματικών νόσων ή χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών που μπορεί να ανοίξουν μια ψυχωσική συνδρομή, είναι στοιχεία που συναξιολογούνται όχι μόνο για τη διάγνωση αλλά και για την κατοπινή επιλογή μοντέλου θεραπευτικής παρέμβασης – ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να βιάσουμε την εξαγωγή συμπερασμάτων. Ακόμα, το στίγμα που συνοδεύει τις ψυχικές νόσους, ο βαθμός ανταπόκρισης στη θεραπεία που διαφέρει από άτομο σε άτομο και η συνεργασία των μερών, σε σχέση με τις δυνατότητες των ανθρώπων να σταθούν γενναία στις αυξανόμενες ανάγκες φροντίδας για το άτομο που βιώνει το επεισόδιο (πχ για πολλές οικογένειες στην επαρχία δεν υπάρχουν οι επιλογές συναντήσεων και παρακολούθησης προγραμμάτων αποκατάστασης που προσφέρονται στα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ οι διαρκείς μετακινήσεις για τη θεραπεία είναι από δύσκολες έως αδύνατες), επηρεάζουν όχι μόνο τα άμεσα αποτελέσματα αλλά και τον προγραμματισμό μιας μακροχρόνιας εποπτείας. Η ξεδίπλωση ενός ψυχωτικού επεισοδίου δεν αποτελεί αποσπασματικό συμβάν αλλά γεγονός ζωής που επηρεάζει - συχνά ανεπανόρθωτα – την πορεία των νέων ανθρώπων. Είναι σημαντικό, επομένως, να «χτίσουμε» θεραπευτικές, προσωποποιημένες προσεγγίσεις που απαντούν σε πολλαπλές ανάγκες, επιτρέποντας στους εφήβους να μιλήσουν γι’ αυτό που τους συμβαίνει μέσα από μια πληθώρα εκφραστικών μέσων που λαμβάνει υπόψη γνωστικές, συμπεριφορικές, ψυχοκοινωνικές, περιβαλλοντικές και πρακτικού τύπου διαφοροποιήσεις.
Ολιστικές προσεγγίσεις στο Πρώτο Ψυχωσικό Επεισόδιο
Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα, έχουν γίνει προσπάθειες να βοηθηθούν οι ευάλωτοι πληθυσμοί που βρέθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκτός ενός κοινωνικού περιβάλλοντος που θα τους συμπεριελάμβανε - μέσα από την καλλιέργεια ισότιμων σχέσεων, επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης – και που δεν θα εστίαζε σε ταμπέλες και στιγματιστικές διαγνώσεις, μια που τα μεγαλύτερα προβλήματα γι’ αυτές τις ομάδες είναι αυτά της ανακύκλωσης στερεοτύπων γύρω από την ψυχική υγεία, των δυσκολιών ομαλής προσαρμογής και λειτουργικής αποκατάστασης στις περιπτώσεις ψυχικής νόσου και της αδυναμίας ενδυνάμωσης των μελών τους, δηλαδή η πολυδύναμη προσέγγιση στην ψυχική υγεία. Ο ίδιος ο όρος «ευάλωτες ομάδες» είναι αρνητικός συνεπώς ο επαναπροσδιορισμός των ευάλωτων ομάδων μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο αποδοχής που εστιάζει στον άνθρωπο και στη δυναμική του, ήταν όχι απλώς επιθυμητός, αλλά απολύτως απαραίτητος. Η ανάπτυξη προγραμμάτων και υπηρεσιών που απευθύνονται σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού δεν είναι καινούρια ανάγκη ή/και απαίτηση, αλλά η εστίαση αυτών των προγραμμάτων στην ηλικιακή ομάδα των εφήβων (παιδοψυχιατρική μεταρρύθμιση) καθώς και η έμφαση στην έγκαιρη παρέμβαση γύρω από το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο που γίνεται ο «χάρτης» της κατοπινής προγνωστικότητας - ιδιαίτερα στην Ελλάδα - είναι σχετικά πρόσφατη. Η κοινοτική ψυχιατρική και ψυχολογία με έμφαση στην πρόληψη, τη διεπιστημονική προσέγγιση και τη συστημική φροντίδα μακριά από το πατροπαράδοτο ιατροκεντρικό νοσοκομειακό μοντέλο θεώρησης, έρχεται σήμερα για να ενισχύσει τις τοπικές κοινότητες και να κάνει τους ανθρώπους συμμέτοχους στη θεραπεία. Όταν μάλιστα μιλάμε για παιδιά και εφήβους, «δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον για μια υγιή κοινωνία, χωρίς ψυχική υγεία» αλλιώς.
Ένα από τα πιο γνωστά project σχετικά με την ολόπλευρη διαχείριση της ψυχικής υγείας για ανθρώπους που βίωναν το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο, σχεδιάστηκε το 2008 από το Εθνικό Ινστιτούτο για την Ψυχική Υγεία στις Ηνωμένες Πολιτείες (National Institute of Mental Health - NIMH) και πήρε το όνομα Recovery After an Initial Schizophrenia Episode (RAISE). Σε αυτό το πρόγραμμα, αναπτύχθηκε η φιλοσοφία της συντονισμένης, εξειδικευμένης φροντίδας (Coordinated specialty care - CSC), μιας μεθόδου που δίνει έμφαση στην ανάρρωση του θεραπευόμενου μέσα από τη διεπιστημονική προσέγγιση στην ψυχική υγεία αλλά και την χάραξη ενός προσωποποιημένου πλάνου για τη θεραπεία που λειτουργεί βήμα-βήμα. Το πρόγραμμα ενσωματώνει προσεκτική συνταγογράφηση ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του θεραπευόμενου και monitoring της πορείας του, σε συνδυασμό με ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις γι’ αυτόν και την οικογένεια, που έχουν ως γενικότερο στόχο τη βελτίωση την επανένταξη του στην κοινότητα. Το σημαντικό στο πρόγραμμα αυτό είναι η έμφαση στην κοινοτική φροντίδα, η αναγνώριση του νεαρού της ηλικίας αρκετών θεραπευόμενων που έκανε επιτακτική ανάγκη την εμπλοκή διαφορετικών επιστημόνων στην προσέγγιση της υγείας για να υπάρξει καλή εξέλιξη και εκπαίδευση στην αυτοφροντίδα και, ως εκ τούτου, ο περιορισμός των περαιτέρω επιπλοκών που προκύπτουν συχνά σε μη οργανωμένα περιβάλλοντα, εξαιτίας καθυστερήσεων.
Στην ίδια λογική και φιλοσοφία αναπτύχθηκε το «παιδί» του RAISE, το πρόγραμμα NAVIGATE, με το επιστημονικό του προσωπικό να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην ανάκτηση της λειτουργικότητας για τους θεραπευόμενους και τις οικογένειες τους, μετά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο. Και σε αυτό το πρόγραμμα, υπάρχει το στοιχείο της συμμετοχικής βοήθειας και των αποφάσεων που παίρνονται από κοινού (οι άνθρωποι συμμέτοχοι στη θεραπεία τους, πάντα φυσικά υπό την επιστημονική επίβλεψη των ειδικών της ψυχικής υγείας). Τόσο το πρόγραμμα NAVIGATE όσο και άλλα προγράμματα που σχεδιάστηκαν στην ίδια φιλοσοφία και με την ίδια στρατηγική χάραξη, φιλοδοξούν να συνεχίσουν να λειτουργούν ως γέφυρα ανάμεσα στο παραδοσιακό σύστημα υγείας και την κοινότητα, καλύπτοντας πολλαπλά κενά σε θέματα ομαλής προσαρμογής, στενής εποπτείας (monitoring θεραπευόμενων) που αποτρέπει την υποτροπή, αλλά και ιδιαίτερης προσοχής στις νεαρές ηλικίες που βρίσκονται περισσότερο από ποτέ σε κίνδυνο για ψυχικές νόσους (ηλικίες 14+).
Από άκρη ως άκρη του κόσμου, προγράμματα σχεδιασμένα για την πρώιμη παρέμβαση στην ψύχωση με ιδιαίτερη έμφαση στους εφήβους, εμφανίζονται δυνατά σε σχεδιασμό και προσδοκίες, ενισχύοντας τη γενικότερη φιλοσοφία της κοινοτικής ψυχιατρικής και ψυχολογίας, από την οποία φάνηκε να χάνουμε τον δρόμο μας στο παρελθόν. Κάποια από αυτά μάλιστα προσφέρουν και peer–based support, στήριξη δηλαδή μεταξύ συνομηλίκων, ένα είδος «αλληλοδιδακτικής» στην αυτοφροντίδα, διεργασία που βοηθάει τα νέα παιδιά να έχουν και να διατηρούν συμμάχους στη θεραπεία. Ακόμα, με την ανάπτυξη πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογών εποπτείας της καθημερινής εμπειρίας, η δυνατότητα για τους εφήβους να αισθάνονται ότι έχουν την άμεση βοήθεια που χρειάζονται μπροστά στην οθόνη του κινητού τους, διευκολύνει την έξοδο από το λαβύρινθο των ψυχωτικών συμπτωμάτων. Μία επιπλέον κοινωνικά χρήσιμη πρωτοβουλία είναι τα «ενδιάμεσα σπίτια» φροντίδας (Intermediate Care Units), μια εναλλακτική προσέγγιση στη στήριξη ασθενών, που αρχικά εντάχθηκε δειλά στο σχέδιο του NHS για τη βοήθεια των ηλικιωμένων στη Βρετανία αλλά σύντομα υιοθετήθηκε ως μοντέλο υπηρεσιών βοήθειας στον αντίποδα του νοσοκομειοκεντρικού συστήματος, αποφορτίζοντας τις μεγάλες, ήδη επιβαρυμένες με φόρτο εργασίας δομές. Τέλος, η διαμόρφωση των «σπιτιών για την εφηβεία» (Maison des Adolescents) στη Γαλλία, για την ολόπλευρη, συντονισμένη ψυχοκοινωνική και ψυχιατρική φροντίδα των εφήβων μέσα σε περιβάλλοντα αλλά και δράσεις φιλικές προς αυτούς, δίνει το βήμα σε όλους εμάς τους ερευνητές των καλών πρακτικών στην πρώιμη παρέμβαση στην ψύχωση, να εκπαιδευτούμε στις επιλογές που μπορούν να μας φέρουν κοντά στο πρόβλημα, μέσα από μια συμπεριληπτική διαδικασία από την οποία δεν περισσεύει κανένας.
Συμπεράσματα
Είναι καιρός για όλους μας (επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων και σχολών σκέψης, άτομα ή ομάδες, θεραπευόμενοι και οικογένειες καθώς και η επίσημη πολιτεία) να ανοίξουμε μάτια, αυτιά και ρολά στο μυαλό, υπέρ της ψυχικής υγείας. Καθώς ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με ρυθμούς που ήδη αποδεικνύονται μη-διαχειρίσιμοι ψυχολογικά ως προς τις καταιγιστικές αλλαγές τους, απαιτείται εγρήγορση, όχι ημίμετρα αλλά υιοθέτηση νέων παρεμβάσεων προσέγγισης στην ψυχιατρική/ψυχολογική φροντίδα. Ως προς το παραπάνω, η πρώιμη ανίχνευση στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο - ιδιαίτερα στην εφηβική ηλικία – με όλη την εφαρμοσμένη γνώση και την φιλικότητα προς τους λήπτες υπηρεσιών, πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας.
Ε Ν Δ Ε Ι Κ Τ Ι Κ Η Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Κονταξάκης, Β. Π., Κόλλιας, Κ. Θ., Χαβάκη-Κονταξάκη, Μ. Ι. (2008). Πρώιμες Ψυχωσικές Εκδηλώσεις: Σημεία, συμπτώματα & παρεμβάσεις. Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις.
Φρέρης, Γ., Παπάνης, Γ., Γιαβρίμης, Π. (2006). Το κοινωνικό κεφάλαιο και η συστημική προσέγγιση ως παράμετροι σχεδιασμού πολιτικών Ψυχικής Υγείας για το παιδί και τον έφηβο: Η περίπτωση της Ανατολικής Αττικής. ΙΒ’ Επιστημονική Συνάντηση Νοτιοανατολικής Αττικής 30 Νοεμβρίου – 3 Δεκεμβρίου 2006. Παλλήνη: Εταιρεία Μελετών της ΝΑ Αττικής.
Benoit, L., Cottin, P., & Moro, M. R. (2018). What is a “Maison des Adolescents”? A history of integrated youth health care services in France. Early Intervention in Psychiatry, 1-6.
Colizzi, M., Lasalvia, A. & Ruggeri, M. (2020). Prevention and early intervention in youth mental health: is it time for a multidisciplinary and trans-diagnostic model for care? International Journal of Mental Health Systems 14, 23.
Copeland, W., Shanahan, L., Costello, E. J., Angold, A. (2011). Cumulative prevalence of psychiatric disorders by young adulthood: a prospective cohort analysis from the great smoky mountains study. Journal of American Academy of Child and Adolescent Psychiatry 50, 252–261.
Defourny, J., Favreau, L,. & Laville, J.- L. (2001). Introduction to an International
Evaluation. Ιn Spear, R., Defourny, J., Favreau, L,. and J-L. Laville (eds.), Tackling social exclusion in Europe. The contribution of the social economy. Aldershot: Ashgate Publishing Ltd, 3-28.
Díaz-Caneja, C. M., Pina-Camacho, L., Rodríguez-Quiroga, A., Fraguas, D., Parellada, M., &
Arango, C. (2015). Predictors of outcome in early-onset psychosis: a systematic review. NPJ schizophrenia, 1, 14005.
Elliot, Jr., B., M. (2020). Brief Psychotic Disorder Triggered by Fear of Coronavirus? Psychiatric Times, 37(5).
Esposito, C. M., D'Agostino, A., Dell Osso, B., Fiorentini, A., Prunas, C., Callari, A., Oldani, L.,
Fontana, E., Gargano, G., Viscardi, B., Giordano, B., D'Angelo, S., Wiedenmann, F., Macellaro, M.,
Giorgetti, F., Turtulici, N., Gambini, O., & Brambilla, P. (2021). Impact of the first Covid-19 pandemic wave on first episode psychosis in Milan, Italy. Psychiatry research, 298, 113802.
Hayes, D., & Kyriakopoulos, M. (2018). Dilemmas in the treatment of early-onset first-episode psychosis. Therapeutic advances in psychopharmacology, 8(8), 231–239.
Kaushik, A., Kostaki, E., & Kyriakopoulos, M. (2016). The stigma of mental illness in children and adolescents: A systematic review. Psychiatry research, 243, 469–494.
Kelleher, K. J., McInerny, T. K., Gardner, W. P., Childs, G. E., & Wasserman, R. C. (2000). Increasing Identification of Psychosocial Problems: 1979-1996. PEDIATRICS, 105(6), 1313–1321.
Kessler, R. C., Berglund, P., Demler, O., Jin, R., Merikangas, K. R., & Walters, E. E. (2005). Lifetime prevalence and age-of-onset distributions of DSM-IV disorders in the national comorbidity survey replication. Archives of General Psychiatry 62, 593-602.
Leamy, M., Bird, V., Boutillier, C. L., Williams, J., & Slade, M. (2011). Conceptual framework for personal recovery in mental health: systematic review and narrative synthesis. British Journal of Psychiatry, 199(06), 445–452.
Melis, R. J., Olde Rikkert, M. G., Parker, S. G., & van Eijken, M. I. (2004). What is intermediate care?. BMJ (Clinical research ed.), 329(7462), 360–361.
Mueser, K. T., Penn, D. L., Addington, J., Brunette, M. F., Gingerich, S., Glynn, S. M., Lynde, D. W., Gottlieb, J. D., Meyer-Kalos, P., McGurk, S. R., Cather, C., Saade, S., Robinson, D. G., Schooler, N. R., Rosenheck, R. A., & Kane, J. M. (2015). The NAVIGATE Program for First-Episode Psychosis: Rationale, Overview, and Description of Psychosocial Components. Psychiatric services (Washington, D.C.), 66(7), 680–690.
National Institute of Care Excellence. Psychosis and schizophrenia in children and young people: recognition and management, https://www.nice.org.uk/guidance/cg155/resources/psychosis-and-schizophrenia-in-children-and-young-people-recognition-and-management-pdf-35109632980933 (2013).
Patton, G. C., Coffey, C., Romaniuk, H., Mackinnon, A., Carlin, J. B., Degenhardt, L., Olsson, C. A., & Moran, P. (2014a). The prognosis of common mental disorders in adolescents: a 14-year prospective cohort study. The Lancet 383, 1404–1411.
Patel, V., Flisher, A. J., Hetrick, S., McGorry, P. (2007). Mental health of young people: a global public-health challenge. Lancet 369, 1302–1313.
Patton, G. C., Ross, D. A., Santelli, J. S., Sawyer, S. M., Viner, R. M., & Kleinert, S. (2014b). Next steps for adolescent health: a Lancet commission. The Lancet 383, 385–386.
Patton, G. C., Selzer, R., Coffey, C., Carlin, J. B., & Wolfe. R. (1999). Onset of adolescent eating disorders: population based cohort study over 3 years. British Medical Journal 318, 765–768.
Paul, M., Ford, T., Kramer, T., Islam, Z., Harley, K., & Singh, S. P. (2013). Transfers and transitions between child and adolescent mental health services. British Journal of Psychiatry 202, 36–40.
Kane, J. M., Schooler, N. R., Marcy, P., Correll, C. U., Brunette, M. F., Mueser, K. T., Rosenheck, R. A., Addington, J., Estroff, S. E., Robinson, J., Penn, D. L., & Robinson, D. G. (2015). The RAISE early treatment program for first-episode psychosis: background, rationale, and study design. The Journal of clinical psychiatry, 76(3), 240–246.
Singh, S. P. (2009). Transition of care from child to adult mental health services: the great divide. Current Opinion in Psychiatry, 22(4), 386-390.
Stewart, S. L., & Baiden, P. (2013). An exploratory study of the factors associated with medication nonadherence among youth in adult mental health facilities in Ontario, Canada. Psychiatry research, 207(3), 212–217.
US Public Health Service (2000). Youth Violence: A Report of the Surgeon General. Department of Health and Human Services: Washington, DC.
Vindegaard, Ν., & Benros, M., E. (2020). COVID-19 pandemic and mental health consequences: Systematic review of the current evidence. Brain, Behavior, and Immunity, 89, 531-542.
Vyas, N., Birchwood, M., & Singh, S. (2015). Youth services: meeting the mental health needs of adolescents. Irish Journal of Psychological Medicine, 32(1), 13-19.
Οι Δημοτικές Βιβλιοθήκες ως Αρωγοί στην Κοινωνική Πρόνοια
μέσα από Πρωτοβουλίες Στήριξης της Ψυχικής Υγείας
Εισαγωγή
Τα τελευταία χρόνια, οι διαρκείς μεταβολές στο οικονομικοκοινωνικό περιβάλλον των πόλεων γέννησαν την ανάγκη για τον μετασχηματισμό του ρόλου που εκπληρώνουν οι δημοτικές δομές, αναδεικνύοντας τρόπους που μπορούν να επιτρέψουν σε αυτές να λειτουργούν ως συμμέτοχοι στην παροχή υπηρεσιών προνοιακής φροντίδας, για την υποστήριξη των ευπαθών ομάδων πληθυσμού. Η πολυετής οικονομική κρίση που επέβαλλε στις κοινωνίες να διαβιούν σε συνθήκες επισφάλειας, έκανε επιτακτική την εξεύρεση λύσεων για τη στήριξη των ανθρώπων που ζουν σε καθεστώς ένδειας και αποκλεισμού. Η αμέσως επόμενη υγειονομική κρίση της πανδημίας, έφερε στο φως τα σοβαρότατα κενά στην εξυπηρέτηση των πολιτών σχετικά με την κάλυψη των πολλαπλών αναγκών τους (π.χ. ανάγκες ενημέρωσης, αυτοφροντίδας, εποπτείας για ασθενείς με χρόνιες νόσους). Τα αυξανόμενα ποσοστά στις ψυχικές νόσους όπως αυτές εκδηλώνονται μέσα σε κοινότητες που μαστίζονται από βία και περιθωριοποίηση, οι ανάγκες ύπαρξης προγραμμάτων που να απαντούν σε διαδικασίες (επαν)ένταξης εξαρτημένων/υπό απεξάρτηση ατόμων, οροθετικών και λοιπών ληπτών υπηρεσιών υγείας και η εντατικοποίηση του σχεδιασμού κέντρων προσέγγισης και συμβουλευτικής στήριξης για γυναίκες και παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση, όλα οδήγησαν αρκετές μεγαλουπόλεις του κόσμου στη χάραξη ενός πλάνου που συνέδεσε τις δημόσιες δομές σε ένα δίκτυο κοινωνικής στήριξης, αναβάθμισε το ρόλο τους και τις έβαλε στην πρώτη γραμμή βοήθειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετές δημοτικές βιβλιοθήκες εξελίχθηκαν κάτι περισσότερο από χώροι ανάγνωσης και δανεισμού βιβλίων - άνοιξαν τις πόρτες τους για να εξυπηρετήσουν τρεις μεγάλους σκοπούς (Wahler et al., 2020): 1) την παροχή υποστήριξης για την ψηφιακή εγγραμματοσύνη των δημοτών και τη διευκόλυνση τους να χρησιμοποιήσουν προγράμματα και εφαρμογές που αφορούσαν στην υγεία. Με αυτό τον τρόπο επιτεύχθηκε καλύτερη αποτύπωση του κοινωνικού προφίλ των ληπτών υπηρεσιών καθώς και επίσπευση των διαδικασιών για την εξυπηρέτηση τους, 2) τον πολλαπλασιασμό των χώρων καταφυγής σε περίπτωση επικείμενου κινδύνου (πχ για θύματα βίας) και 3) την κάλυψη ψυχοκοινωνικών αναγκών για τους αστέγους καθώς και τους ανθρώπους που πάσχουν από ψυχικές νόσους (Pressley, 2017). Ως προς τον τελευταίο σκοπό, οι βιβλιοθήκες που αποφάσισαν να διευρύνουν το περιεχόμενο των υπηρεσιών που παρείχαν στους δημότες τους, έγιναν κοινωνοί του μηνύματος υπέρ της φροντίδας της ψυχικής υγείας (Stringer, 2020) και κατά του στίγματος που συνοδεύει τις ψυχικές νόσους. Τόσο οι χώροι καθαυτοί των βιβλιοθηκών όσο και τα προγράμματα που σχεδιάστηκαν γύρω από τις συγκεκριμένες, οδήγησαν στο να μετατραπούν οι βιβλιοθήκες σε φάροι ελπίδας και ανάπτυξης των τοπικών κοινοτήτων, διδάσκοντας την ψυχική ανθεκτικότητα στην καθημερινή ζωή, προάγοντας το ευ ζην, το νοιάξιμο και τις αγαστές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ιδιαίτερα των εφήβων ηλικίας 11-14 ετών (Patel et al., 2007) που πρόσφατα μάλιστα βίωσαν την απομόνωση εξαιτίας του εγκλεισμού τους, κατά την περίοδο του κορονοϊού.
Οι δύσκολες χρονικά συγκυρίες που διανύουμε, απέδειξαν και συνεχίζουν να αποδεικνύουν ότι α) απαιτούνται τοπικές συνέργειες ως απάντηση στα κενά που υπάρχουν στη φροντίδα ατόμων και ομάδων και β) χρειάζεται εκπαίδευση τόσο του προσωπικού των δομών όσο και συνεργαζόμενων με αυτό φορέων, προκειμένου όλοι μαζί να λειτουργήσουν ως υποστηρικτές πρώτης γραμμής για τους πολίτες που το χρειάζονται (Anderson, Simpson, & Fisher, 2012). Η παρούσα μελέτη είναι μια βιβλιογραφική αναφορά στις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σε σχέση με τα παραπάνω συμπεράσματα, με έμφαση στον φροντιστικό ρόλο που μπορούν να παίξουν οι δημοτικές βιβλιοθήκες για τις πόλεις τους.
Οι δημοτικές βιβλιοθήκες για την ψυχική υγεία
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει την ψυχική υγεία ως την αναζήτηση της ισορροπίας σε ψυχικό, διανοητικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο (World Health Organization, 2020d). Η ψυχική υγεία αφορά σε όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου και είναι εκείνη η κατάσταση ευζωίας, μέσα στην οποία κάθε άτομο έχει την ευκαιρία να εκπληρώσει τις δυνατότητες του, να καταφέρει να προσαρμοστεί στις δύσκολες καταστάσεις, να διατηρήσει ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις και να αντλήσει χαρά από το περιβάλλον του και τη ζωή. Αυτές ωστόσο οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες άρχισαν σοβαρά να λιγοστεύουν ως αποτέλεσμα της πολυετούς παγκόσμιας κρίσης σε οικονομικό και υγειονομικό επίπεδο (Kumar and Nayar, 2020), οδηγώντας τις πόλεις σε ένα αδιέξοδο μοναξιάς, απομόνωσης και καταχρήσεων. Τα ποσοστά της βίας αυξήθηκαν δραματικά, με τραγικό θύμα την οικογένεια που είχε περιοριστεί σε τέσσερις τοίχους εξαιτίας της καραντίνας. Άλλοι περιορισμοί, όπως για παράδειγμα η ελλιπής φροντίδα των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας που μπήκε σε δεύτερη μοίρα την περίοδο έξαρσης του COVID19, τα κενά που δημιουργήθηκαν στην εκπαίδευση αλλά και στην κοινωνική εμπειρία των παιδιών εξαιτίας του κλεισίματος των σχολικών μονάδων και, κυρίως, η εκτόξευση του αριθμού των ανέργων ή των ανθρώπων που μπήκαν σε διαδικασία να αλλάξουν επαγγελματικό προσανατολισμό, έφτιαξαν μια δυστοπία από ψυχο-συμπεριφορικές εκδηλώσεις που ανησύχησαν του επαγγελματίες ψυχικής υγείας αφενός ως προς την αύξηση των ψυχικών νόσων στις πόλεις, αφετέρου ως προς τους πόρους – ανθρώπινους, υλικούς και οικονομικούς – που χρειάζονται προκειμένου να αντιστραφεί το αρνητικό κλίμα: μέσα σε αυτό το αδιέξοδο, έγινε σαφές το ότι όχι απλώς απαιτείται ένωση των δυνάμεων που διαθέτει μια πόλη για να απαντήσει στις διαφορετικές ανάγκες των ανθρώπων που ζουν σε αυτή αλλά, πολύ περισσότερο, χρειάζονται καινοτόμες προτάσεις που θα μετακινήσουν τους ιθύνοντες από τους προβληματισμούς του τύπου «οι δημόσιες δομές υπολειτουργούν», σε πολυκλαδικές λύσεις που συγκεντρώνουν αθροιστικά όλο το δυναμικό, τις ικανότητες και την καλή διάθεση των ανθρώπων που θα λειτουργήσουν διεπιστημονικά για την αντιμετώπιση του. Οι δημοτικές βιβλιοθήκες έσυραν πρώτες τον χορό της αλλαγής τόσο εξαιτίας της φιλοσοφίας των χώρων τους (ήρεμοι, φωτεινοί, ανοιχτοί δημόσιοι χώροι στους οποίους μπορούσε κανείς να αναζητήσει θαλπωρή από τη βουή των πρωτευουσών, Green, 2020), όσο και εξαιτίας των εργαζομένων σε αυτές που μπορούσαν να βοηθήσουν τους δημότες να δρομολογήσουν απορίες, να λειτουργήσουν ενημερωτικά και να τους βοηθήσουν να συμπληρώσουν φόρμες και ερωτηματολόγια που θα τους έκαναν ορατούς στο σύστημα και, ως εκ τούτου, θα διευκόλυναν την κεντρική βοήθεια τους από αυτό (Cathcart, 2008). Έτσι, οι δημοτικές βιβλιοθήκες, άρχισαν να δέχονται κόσμο που δεν αποζητούσε απλά ένα ανάγνωσμα ή την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τη συλλογή τους για ερευνητικούς σκοπούς - οι βιβλιοθήκες άρχισαν να δέχονται κόσμο που βίωνε ψυχοκοινωνικές δυσκολίες: είτε υπέφερε από μοναξιά και παρουσίαζε συμπτώματα ψυχικής νόσου, είτε βρισκόταν σε κατάσταση επείγουσας ανάγκης (η επίσκεψη στη βιβλιοθήκη ως εναλλακτική της κλήσης σε τηλεφωνική γραμμή βοήθειας), είτε είχε απορίες για το πώς θα μπορούσε καλύτερα να εξυπηρετήσει τα ραντεβού που είχαν σχέση με την υγεία του, να πάρει πληροφορίες, να διασυνδεθεί με το σύστημα βοήθειας ή να βρει το δρόμο του για κάποια δομή/υπηρεσία που θα απαντούσε στις ανάγκες του.
Μικρή ιστορική αναδρομή του κοινωνικού ρόλου των δημοτικών βιβλιοθηκών
Αυτή η στροφή στο περιεχόμενο των υπηρεσιών των δημοτικών βιβλιοθηκών κάθε άλλο από πρόσφατη ιδέα αποτελούσε. Ήδη από τον 19ο αιώνα η Αμερική είχε γνωρίσει παραδείγματα καλών πρακτικών που έβαζαν τις βιβλιοθήκες στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων για κοινωνική αλλαγή και βοήθεια προς τις ευπαθείς ομάδες (Bausman, 2016). Ένα από τα παλαιότερα, επαναστατικά εγχειρήματα σε βιβλιοθήκη για παράδειγμα, αφορούσε στην ιστορία της βιβλιοθηκάριου Edith Guerrier, η οποία ως εργαζόμενη στην κοινότητα των μεταναστών της Βοστώνης, κατάφερε από το 1898 μέχρι το 1917 να ενεργοποιήσει τους κύκλους νεαρών γυναικών να μάθουν να διαβάζουν, να δημιουργούν μέσω της κεραμικής τέχνης και ταυτόχρονα να ενθαρρύνονται να αναλάβουν τις ευθύνες της δικής τους ζωής κόντρα στον κοινωνικό έλεγχο που έβλεπε τις γυναίκες ως αναλώσιμο ανθρώπινο δυναμικό σε εργοστάσια παραγωγής και ως υποχείρια των συζύγων τους. Έτσι η αλλιώς, η Βοστώνη υπήρξε το λαμπρότερο παράδειγμα των προσπαθειών στις Ηνωμένες Πολιτείες για ανοιχτές, δημόσιες βιβλιοθήκες ελεύθερης πρόσβασης σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως, οι οποίες θα αποτελούσαν γέφυρα για τα κενά στην εκπαίδευση και την κοινωνική φροντίδα και εναλλακτική λύση στην ψυχαγωγία της εποχής που αφορούσε αποκλειστικά στις αίθουσες χορού, τα μπαρ και τους χώρους διεξαγωγής παραστάσεων ελαφρών θεαμάτων.
Γενναία παραδείγματα ανασυγκρότησης βιβλιοθηκών συναντάμε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ (Sroka, 2019). Ένα τέτοιο παράδειγμα υπήρξε το πρόγραμμα «Aid to Libraries in War Areas» που επίσης προερχόταν από την Αμερική και που μετέτρεψε την αναζήτηση πολύτιμων εγγράφων, τευχών επιστημονικών περιοδικών και βιβλίων που είχαν εξαφανιστεί κατά την περίοδο των συγκρούσεων, σε κοινωνικό έργο που ένωσε τις τοπικές κοινότητες και λειτούργησε θεραπευτικά προς αυτές.
Μια άλλη κοινωνική χρήση των δημοτικών βιβλιοθηκών ήταν αυτή της καταγραφής της σημαντικής, προφορικής παράδοσης και πολιτιστικής κληρονομιάς των σκλάβων της Αφρικής που μετακινούνταν βίαια από τον τόπο τους προς διαφορετικά σημεία του πλανήτη επί τρεις ολόκληρους αιώνες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι βιβλιοθήκες έσωσαν το ζωντανό «υλικό»: τις αφηγήσεις, ιστορίες, τους μύθους και τις παραδόσεις μιας ολόκληρης ηπείρου που χανόταν στα δίχτυα της δουλείας και που μόνο στον ιερό χώρο μιας δημόσιας, ελεύθερης, ανοιχτής-σε-όλους δομής με κύρος, θα μπορούσε να βρει καταφύγιο (Smart, 2019).
Στις Φιλιππίνες, οι δημοτικές βιβλιοθήκες έγιναν μουσεία των θηριωδιών που προκάλεσε στη χώρα η πολυετής δικτατορία του Μάρκος. Τοποθετημένες στο σήμερα, οι βιβλιοθήκες διατηρούν άσβηστη τη μνήμη των θυμάτων ενώ ενώνουν τους δημότες σε κύκλους περισυλλογής, συμφιλίωσης, πολιτικών διαβουλεύσεων και ακτιβιστικής δράσης ενάντια στα ολιγαρχικά καθεστώτα (Buenrostro and Cabbab, 2018).
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι μόνο ενδεικτικά του σημαντικού ρόλου που σημείωσαν στο παρελθόν και συνεχίζουν να παίζουν οι δημοτικές βιβλιοθήκες, σε όλο τον κόσμο. Από πολύ νωρίς, απέδειξαν ότι μπορούσαν να λειτουργήσουν διαμορφωτικά στην εξέλιξη των τοπικών κοινοτήτων, βοηθώντας στην κοινωνική κινητικότητα και την προσωπική ανάπτυξη των δημοτών και των ομάδων στις οποίες αυτοί ανήκαν.
Τη δεκαετία του 1990, η Αμερικάνικη Ένωση Βιβλιοθηκών υιοθέτησε επισήμως μια σειρά μέτρων που αφορούσαν στον διευρυμένο ρόλο των βιβλιοθηκών και κυρίως στη συμβολή τους στην κατανόηση της φτώχειας ως κοινωνικού κατασκευάσματος και όχι ως «μοίρας» ατυχών ανθρώπων που γεννήθηκαν έτσι και δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτή (Gieskes, 2009). Το 2009, η βιβλιοθήκη του Σαν Φρανσίσκο ήταν η πρώτη από όλες τις πολιτείες που προσέλαβε σε πλήρη απασχόληση μια θεραπεύτρια ζεύγους για να προσφέρει υπηρεσίες προνοιακής φροντίδας σε αστέγους (Fraga, 2016), «εγκαινιάζοντας» έτσι μια σημαντική παράδοση συνεργειών των βιβλιοθηκών με επαγγελματίες των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Το 2016, ο Jaeger ονόμασε το έργο που προσφέρουν οι βιβλιοθήκες ως «πολιτικό» και τους εργαζόμενους σε αυτές ως «ακτιβιστές» για κοινωνικά και εκπαιδευτικά θέματα, για θέματα πρόνοιας και φροντίδας ομάδων, για την ψηφιακή εγγραμματοσύνη των δημοτών, για προγράμματα δια βίου μάθησης, για τη διαχείριση προγραμμάτων κοινωνικής αλληλεγγύης και για μυριάδες άλλα θέματα στα οποία οι βιβλιοθήκες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αρωγοί και υποστηρικτές. Την ίδια χρονιά, αρκετοί άλλοι μελετητές των αλλαγών των βιβλιοθηκών κατέληξαν ότι οι δημοτικές βιβλιοθήκες παίζουν τέσσερις κυρίως σημαντικούς ρόλους: μπορούν να πληροφορούν, να διευκολύνουν, να εξισώνουν και να ηγούνται (Bertot et al., 2016). Σαφέστατα, η παγκόσμια κρίση στην ψυχική υγεία έκανε επιτακτική άλλη μια λειτουργία τους, αυτή της συμπερίληψης και της εξυπηρέτησης των ανθρώπων με ψυχικές νόσους (Green, 2020).
Στην Ελλάδα έχουμε δραματικά αργήσει να υιοθετήσουμε και να πειραματιστούμε με παραδείγματα καλών πρακτικών του εξωτερικού που θα μπορούσαν να αναδείξουν τον ρόλο των δημοτικών βιβλιοθηκών, ενώνοντας τους ανθρώπους ενός τόπου σε έργα κοινωφελούς σημασίας. Μία σημαντική πρωτοβουλία αποτελεί η ίδρυση το 2007 του Κέντρου Διαπολιτισμικής Επικοινωνίας Και Λόγου του Δήμου Ευόσμου με στόχο την γνωριμία των οικονομικών μεταναστών με τη γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας φιλοξενίας τους και την επαφή του ελληνικού πολιτισμού με άλλους, ενάντια στην ξενοφοβία και τον ρατσισμό (Γιαβή και συν., 2008). Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονίσουμε την διεπιστημονική προσέγγιση και την ανάγκη για συμπράξεις δημόσιου -ιδιωτικού τομέα στην αναθεώρηση του ρόλου των βιβλιοθηκών, σήμερα (Wahler et al., 2020).
Παραδείγματα καλών πρακτικών υπέρ της ψυχικής υγείας
Οι οικονομικές, υγειονομικές και κοινωνικές μεταβολές της εποχής που διανύουμε έφεραν στο φως νέες προκλήσεις για τους πολίτες όλων των ηλικιών που βλέπουν την ποιότητα της ζωής τους να υποβαθμίζεται αν όχι να κινδυνεύει σοβαρά από πολλαπλές απώλειες. Οι ανάγκες σε ψυχολογική στήριξη και βοήθεια προς όλους αυξήθηκαν, χωρίς ωστόσο να υπάρξει έγκαιρη μέριμνα για την κάλυψη αυτών των αναγκών. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, 1450 δημοτικές βιβλιοθήκες σε 5 πολιτείες της Αμερικής σχεδίασαν πρωτοβουλίες που έκαναν δημιουργική χρήση του ήδη υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, μέσα από την (επαν)εκπαίδευση 36000 υπαλλήλων τους στην ανταπόκριση σε ζητήματα ψυχικής υγείας (πρόγραμμα Mental Health First Aid Training, MHFA) έτσι ώστε οι βιβλιοθήκες αυτές να λειτουργήσουν ως σταθμοί βοήθειας και οι εργαζόμενοι ως βοηθοί πρώτης γραμμής (Smith, 2021). Τα τελευταία πέντε χρόνια, προκειμένου να εξυπηρετήσει κοινωνικές ανάγκες, η Βρετανία βλέπει σταθερά το σύστημα των δημοτικών βιβλιοθηκών της να αναβαθμίζεται ως προς οκτώ διαφορετικούς πυλώνες: i) τη φιλαναγνωσία, ii) τη βελτίωση των υπηρεσιών, iii) την εξυπηρέτηση αναγκών ευ ζην, ix) την ψυχική υγεία των ίδιων των εργαζομένων στις βιβλιοθήκες, x) τη φιλοξενία πρωτοβουλιών, xi) την έγκαιρη διάγνωση προβλημάτων, xii) την παροχή πληροφοριών και xiii) την ανάπτυξη συνεργασιών (Cox and Brewster, 2020). Σε μια άλλη γωνιά του κόσμου, στην Κίνα, ανθρώπινες «βιβλιοθήκες» μέσα στους χώρους των βιβλιοθηκών – 45 συμμετέχοντες με εμπειρία, γνώση και θέληση να μεταδώσουν ένα κομμάτι της ιστορίας τους μέσα από το πρόγραμμα Mental Health Literacy (MHL) - βοήθησαν νέους ανθρώπους να μάθουν για την ψυχική υγεία, να ξεπεράσουν στερεότυπα και να φτιάξουν ασπίδα κατά του στίγματος (Chung and Tse, 2022). Στη Νιγηρία από την άλλη, οι βιβλιοθήκες μετατρέπονται σε συμβουλευτικούς σταθμούς κατά της έμφυλης βίας που μαστίζει τη χώρα (Emmanuel and Lulu-Pokubo, 2021). Στη Μαλαισία, εδώ και μια δεκαετία και σε συνεργασία με τοπικές βιβλιοθήκες, εφαρμόζονται προγράμματα βιβλιοθεραπείας σε παιδιατρικές πτέρυγες για την προώθηση της ψυχικής υγείας (Chik et al., 2014). Παρόμοια παραδείγματα καλών πρακτικών συναντάμε στη βιβλιοθήκη του Edmonton στον Καναδά που μεταμορφώθηκε σε κέντρο πληροφοριών για τους πολίτες που δεν θα πήγαιναν εύκολα να αναζητήσουν βοήθεια στις επίσημες υπηρεσίες υγείας επειδή δεν τις αισθάνονται ως μέρη φιλικά προς αυτούς (Peet, 2014). Η λίστα με τα διαθέσιμα προγράμματα των δημοτικών βιβλιοθηκών για την ψυχική υγεία, από άκρη σε άκρη του πλανήτη, είναι ατέλειωτη.
Συμπεράσματα - Επίλογος
Οι βιβλιοθήκες δεν είναι απλά αποθετήρια υλικού αλλά ζωντανά κύτταρα της κοινότητας: η ιστορία της εξέλιξης του ρόλου των δημοτικών βιβλιοθηκών είναι μια αισιόδοξη ματιά στο τι μπορούν να καταφέρουν οι διεπιστημονικές συμπράξεις για την αντιμετώπιση των αναγκών που προκύπτουν από τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, ιδιαίτερα δε από τις προκλήσεις του χώρου της ψυχικής υγείας. Το καλό παράδειγμα των βιβλιοθηκών του κόσμου μάς γεμίζει αισιοδοξία ως προς τη διεύρυνση του έργου που είναι δυνατό να προσφέρουν οι δημόσιες δομές και ως προς την ενεργοποίηση της τοπικής κοινότητας, με συμπεριληπτικό τρόπο. Ταυτόχρονα, η ιστορία αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για (επαν)εκπαίδευση του προσωπικού σε αντικείμενα που εξυπηρετούν πάγιες και τακτικές κοινωνικές απαιτήσεις καθώς και την ανάγκη για εμπλουτισμό του ανθρώπινου δυναμικού των δομών με επαγγελματίες ανθρωπιστικών επιστημών. Ευελπιστούμε ότι η εξέλιξη αυτή θα αποτελέσει κάτι περισσότερο από μια τάση, ιδιαίτερα στην Ελλάδα που η νοοτροπία ακόμα ευνοεί τον διαχωρισμό πεδίων και αρμοδιοτήτων και όχι τις συνεργασίες με κοινωνικό πρόσημο. Τέλος, οι δημοτικές βιβλιοθήκες μπορούν να αντεπεξέλθουν της σύγκρισης με την ψηφιακή επανάσταση, φτιάχνοντας νησίδες αλληλεγγύης, φροντίδας και πρώτων βοηθειών για την επίσημη πολιτεία. Οι ιδέες για πολυμορφική χρήση των δημοτικών βιβλιοθηκών είναι ανεξάντλητες, ελπίζουμε και η θέληση για το πρώτο βήμα προς την καινούρια αυτή εποχή.
Ε Ν Δ Ε Ι Κ Τ Ι Κ Η Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Γιαβή, Β., Καρβούνης, Α., Τζανάκης, Δ., Σταύρο Τουφεγγόπουλος, Σ., Βαγιωνά, Α. (2008). Τοπική αυτοδιοίκηση και διαπολιτισμικότητα. Η συνεισφορά των Ελληνικών ΟΤΑ στο διαπολιτισμικό διάλογο σήμερα. Αθήνα: Υπουργείο Εσωτερικών και Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνική Δημοκρατία.
Anderson, K. A., Simpson, C. D., & Fisher, L. G. (2012). The ability of public library staff to help homeless people in the United States: exploring relationships, roles and potential. Journal of Poverty and Social Justice, 20(2), 177–190.
Bausman, Μ. (2016). A Case Study of the Progressive Era, Librarian Edith Guerrier: The Public Library, Social Reform, ‘New Women’, and Urban Immigrant Girls, Library & Information History, 32(4), 272-292.
Bertot, J. C., Sarin, L. C., & Jaeger, P. T. (2016). Re-envisioning the MLS: The future of librarian education. Public Libraries. http://publiclibrariesonline.org
Buenrostro, I. S., & Cabbab, J. F. A. (2018). Libraries and their role in transitional justice in the Philippines. International Federation of Library Associations and Institutions, 1-11.
Cathcart, R. (2008). Librarian or social worker: Time to look at the blurring line? The Reference Librarian, 49, 87-91.
Chik, Ε., Hassan, Ν., Roni, Ν., Manan, Ρ., Harun, Η., Van Rostenberghe, A., H., Othman, Α., & Yusoff, S. (2014). Book buddies: Nurture and culture, reading habits among paediatric patients and guardians at hospital Universiti Sains Malaysia. Paper presented at: IFLA WLIC 2014 - Lyon - Libraries, Citizens, Societies: Confluence for Knowledge in Session 169 - Literacy and Reading. http://library.ifla.org/id/eprint/885/
Chung, E. Y., & Tse, T. T. (2022). Effect of human library intervention on mental health literacy: a multigroup pretest–posttest study. BMC Psychiatry 22, 73.
Cox, A., & Brewster, L. (2020). Library support for student mental health and well-being in the UK: Before and during the COVID-19 pandemic. Journal of academic librarianship, 46(6), https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC7535540/
Emmanuel, V., O. & Lulu-Pokubo, E. P. (2021). Gender-based violence and COVID19 – the roles of public libraries. Journal of Applied Information Science and Technology, 14 (1), 59-65.
Fraga, J. (2016). Humanizing homelessness at the San Francisco public library, https://www.citylab.com/life/2016/03/humanizing-homelessnes-at0thesan-franciscopublic-library/475740
Gieskes, L. (2009). Why Librarians Matter to Poor People. Public Library Quarterly, 28(1), 49–57.
Green, M., P. (2020). Inclusive Library Service to Individuals with Mental Illnesses and Disorders. The International Journal of Information, Diversity, & Inclusion, 4(1), 119-126.
Jaeger, P. T. & Sarin, L. C. (2016). “All Librarianship is Political: Educate Accordingly”, The Political Librarian 2(1), 17-27.
Kumar, A., & Nayar, K., R. (2020). COVID 19 and its mental health consequences. Journal of Mental Health, 1–2.
Patel, V., Flisher, A. J., Hetrick, S., & McGorry, P. (2007). Mental health of young people: a global public-health challenge. Lancet 369, 1302–1313.
Peet, L. (2014). Edmonton Public Library adds homeless outreach to five new branches. Library Journal.
http://lj.libraryjournal.com/2014/12/public-services/edmonton-public-library-adds-homeless-outreach-to-five-new-branches/
Pressley, Τ. (2017). Public Libraries, Serious Mental Illness, and Homelessness: A Survey of Public Librarians, Public Library Quarterly, 36(1), 61-76.
Smart, C., A. (2019). African oral tradition, cultural retentions and the transmission of knowledge in the West Indies. International Federation of Library Associations and Institutions, 45(1), 16–25.
Smith, M. (2021). Libraries and Mental Health Initiatives: A literature review.
Library Philosophy and Practice (e-journal), https://digitalcommons.unl.edu/libphilprac/5663
Sroka, M. (2019). The American Library Association and the post-World War II rebuilding of Eastern European libraries. International Federation of Library Associations and Institutions, 45(1), 26-33.
Stringer, H. (2020). Libraries as mental health hubs. Monitor on Psychology, 51(3).
Wahler, E. A., Provence, M. A., Helling, J., & Williams, M. A. (2020). The Changing Role of Libraries: How Social Workers Can Help. Families in Society, 101(1), 34–43.
World Health Organization (2020d). Mental health and psychosocial considerations during the
COVID-19 outbreak,
https://www.who.int/docs/default-source/coronaviruse/mental-health considerations.pdf