Αναζήτηση
Δέσποινα Λιμνιωτάκη, Ψυχολόγος MSc
Σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων - παιδιά στο δικαστήριο (β' μέρος)
Παρόλο που πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό είδος κακοποίησης και παρά τα αυξανόμενα κρούσματα ανά τον κόσμο με τις περιπτώσεις των παιδόφιλων και τη χρήση του διαδικτύου ως μέσου διάδοσης πορνογραφικού υλικού, στην περίπτωση της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων η έμφαση – αν δεν είμαστε προσεκτικοί - μπορεί να πέσει όχι πάνω στα ίδια τα παιδιά και στην επούλωση των τραυμάτων τους, ψυχικών και σωματικών, αλλά πάνω στον θύτη ο οποίος εκτός από την αποτρόπαια πράξη καθαυτή, παραβίασε και ένα από τα πιο ισχυρά κοινωνικά ταμπού. Υπάρχει δηλαδή περίπτωση η κοινωνία να ορμήσει πάνω στον ένοχο για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, ξεχνώντας ή περιθωριοποιώντας όμως το ίδιο το παιδί. Επίσης, δεν είναι σπάνιες οι προσπάθειες να κουκουλωθούν τέτοια εγκλήματα από την ίδια την κοινωνία ή να δημιουργηθεί ένα καθεστώς «γνωρίζω-αλλά-δεν-μιλάω» από τα μέλη μιας κοινότητας.
Η σεξουαλική εκμετάλλευση, με την εξαίρεση του βιασμού και της αιμομιξίας, αναφέρεται στο DSM-IV στην κατηγορία Παιδοφιλία. Από την άλλη μεριά, η παιδοφιλία όπως ορίζεται στο εγχειρίδιο αφορά κάποιες μόνο περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης / κακοποίησης, μια και τα περισσότερα θύματα παιδόφιλων φτάνουν στην ενηλικίωση προτού αποκαλυφθεί το έγκλημα. Σε κάθε περίπτωση, οι κατηγορίες για παιδοφιλία προκειμένου να επιβεβαιωθούν και για να υπάρξει κατάλληλη αντιμετώπιση, απαιτείται η συνεργασία ενός αριθμού ειδικών (ιατρών, ψυχιάτρων, δικαστών, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών κ.α) με εμπειρία σε θέματα σεξουαλικής κακοποίησης.
Πολλά παιδιά διστάζουν και φοβούνται και να αποκαλύψουν ότι έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που ο θύτης είναι μέλος της οικογένειας. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις ο δράστης είναι ένα πρόσωπο σε θέση έμπιστου φίλου ή καθοδηγητή, όπως για παράδειγμα δασκάλου ή μπέιμπι σίτερ. Αρκετά παιδιά-θύματα είναι πολύ μικρά για να λεκτικοποιήσουν αυτό που τους συμβαίνει, μπορεί και να μη γνωρίζουν ότι αυτό που συμβαίνει είναι λάθος και κακό ή μπορεί να μη θυμούνται. Κατά συνέπεια, οι ειδικοί της ψυχικής υγείας οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στη χρήση των λέξεων, πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζουν τα σημάδια της παιδικής κακοποίησης και να είναι άριστα καταρτισμένοι και ενημερωμένοι πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Σίγουρα, οι παγίδες της διάγνωσης είναι πολλές καθώς οι περιπτώσεις μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους. Μέχρι σήμερα, τα περισσότερα θύματα είναι κορίτσια σε αιμομικτικές σχέσεις με άτομα της οικογένειας αλλά τα αγόρια πέφτουν συχνότερα θύματα βίας και τα περισσότερα από αυτά κατά την προσχολική ηλικία. Επιπλέον, η ομάδα των παιδιών που μπορεί να χαρακτηριστούν ως «με διανοητική στέρηση» ή «με ειδικές ανάγκες» ή με «μαθησιακές δυσκολίες» ή «με δυσκολίες προσαρμογής» είναι μια ομάδα υψηλού κινδύνου για κακοποίηση και χρίζει ιδιαίτερης προσοχής. Καθώς είναι δύσκολο για τα παιδιά να αποκαλύψουν λεπτομέρειες της θυματοποίησης τους, οι ανοιχτές, γενικού περιεχομένου ερωτήσεις από τη μεριά των εξεταστών δεν βοηθούν στην ανάκληση τέτοιων γεγονότων.
Κάποιοι ειδικοί πιστεύουν ότι τα θύματα της κακοποίησης πρέπει να αντιμετωπίζονται με γλώσσα ανάλογη του γεγονότος που συνέβη. Η εξέταση πρέπει να αποτελείται από μια σειρά διαφορετικών ερωτηματολογίων, να υπάρχει συνέντευξη, παιχνίδι ρόλων και να υπάρχει η εμπλοκή της τέχνης για τη συναισθηματική αποφόρτιση και την καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης ανάμεσα στο θύμα και των εξεταστή. Ένα από τα μοντέλα παραδοχής της κακοποίησης, αυτό του Summit (Child Sexual Abuse Accommodation Syndrome, 1983) γνωρίζει τα ακόλουθα στάδια πριν την αποκάλυψη της κακοποίησης από τα θύματα: μυστικότητα, ματαίωση, παγίδευση, αποκάλυψη, υποχώρηση. Αντίθετα, οι Campis, Hebden-Curtis και De Maso (1993) αναφέρουν ότι οι λεπτομέρειες της αποκάλυψης έχουν άμεση σχέση με την ηλικία του παιδιού (Ceci, 1995).
Η αστυνομία - όταν είναι εκπαιδευμένη σε θέματα κακοποίησης - μπορεί να γίνει ένας πολύτιμος βοηθός στην πρόληψη και αντιμετώπιση προβλημάτων που προκύπτουν μέσα στην οικογένεια, αντί να περιορίζεται μόνο στο ρόλο του οργάνου που καταδιώκει τον εγκληματία. Παρόλο που παραδοσιακά η αστυνομία ασχολείται με καταγγελίες πολιτών, με περιπτώσεις εθισμού σε ουσίες, ξυλοδαρμών ή με συλλήψεις, αυτές οι ενέργειες όσο χρήσιμες και απαραίτητες κι αν είναι για το κοινωνικό σύνολο, δεν πρέπει να είναι οι μόνες που κάνει. Χρειάζεται να υπάρξουν στην Ελλάδα συμβουλευτικές υπηρεσίες που να συνεργάζονται με την αστυνομία και να αφήνουν ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα σε ειδικούς και οικογένεια. Με αυτό τον τρόπο οι αστυνομικοί θα μπορέσουν να κερδίσουν τον σεβασμό της τοπικής κοινότητας, όταν δηλαδή καταφέρουν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά προς αυτή, ανοίγοντας την αγκαλιά σε ανθρώπους που δεν έχουν ποιον να εμπιστευτούν και φοβούνται.
Είναι τα παιδιά αξιόπιστοι μάρτυρες στο δικαστήριο;
Τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός περιπτώσεων κακοποίησης ανηλίκων που βρίσκει το δρόμο μέχρι τα δικαστήρια και φέρνει τα ίδια τα παιδιά στις δικαστικές αίθουσες ως μάρτυρες, αν όχι θύματα. Οι προσπάθειες να διερευνηθούν σε βάθος αυτές οι υποθέσεις έχουν διχάσει τους ειδικούς σε σχέση με την εγκυρότητα των καταθέσεων των παιδιών, παρόλο που σχετικές έρευνες φανερώνουν ότι ψευδείς καταθέσεις κακοποίησης από παιδιά είναι σπάνιες. Ωστόσο, μια από τις υποθέσεις που είχε πάρει διαστάσεις μαζικής υστερίας στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας 1980, ήταν αυτή του βρεφονηπιακού σταθμού The Little Rascals Day Care, που κράτησε τους Αμερικάνους καρφωμένους στους τηλεοπτικούς τους δείκτες για περισσότερους από 6 μήνες, όπως περιγράφεται από τον Stephen J. Ceci (1995):
Ο Bob και η Betsy Kelly ήταν ιδιοκτήτες και λειτουργούσαν τον βρεφονηπιακό σταθμό The Little Rascals Day Centre στο Edenton της Βόρειας Καρολίνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο σταθμός ήταν ιδιαίτερα προτιμητέος από μεγαλοαστικές τάξεις γονέων και οι ιδιοκτήτες του ήταν σεβαστά μέλη της κοινότητας. Η Betsy είχε τη γενική διεύθυνση του σταθμού ενώ ο άνδρας της Bob, διπλωματούχος εργολάβος υδραυλικών εγκαταστάσεων και επαγγελματίας του γκολφ, βοηθούσε όπου χρειαζόταν. Τοποθετημένος σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, ο σταθμός ήταν πρώτος στις προτιμήσεις των γονέων, σε σημείο που οι ιδιοκτήτες του αναγκάστηκαν κάποια στιγμή να μετακομίσουν σε μεγαλύτερο κτήριο προκειμένου να ικανοποιήσουν την συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση. ‘Όλα όμως άλλαξαν τραγικά τον χειμώνα του 1989.
Τον Ιανουάριο του 1989, μία μητέρα της οποίας το παιδί παρακολουθούσε το πρόγραμμα του παιδικού σταθμού, ισχυρίστηκε ότι ο Bob Kelly είχε σεξουαλικά κακοποιήσει τον γιο της μέσα στον σταθμό. Αυτή η κατηγορία διερευνήθηκε από την Brenda Toppin, μια επιθεωρητή της αστυνομίας του Edenton, καθώς και από την τοπική Κοινωνική Υπηρεσία. Βασισμένοι σε αρκετές από τις συνεντεύξεις παιδιών που παρακολουθούσαν το πρόγραμμα του σταθμού, οι υπεύθυνοι της έρευνας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κατηγορία ήταν βάσιμη.
Τον Φεβρουάριο του 1989, τρία επιπλέον παιδιά προέβησαν σε κατηγορίες. Σύντομα, ένα κύμα πανικού κατέκλυσε τη μικρή πόλη, καθώς οι γονείς άρχισαν να ανησυχούν σχετικά με το εάν το παιδί τους είχε πέσει θύμα κακοποίησης. Η τοπική αστυνομία συμβούλεψε τους γονείς να απευθυνθούν σε ειδικούς προκειμένου να εξετάσουν αυτό το ενδεχόμενο και τους έδωσε μια λίστα από προτεινόμενους θεραπευτές. Παρόλο που ελάχιστα παιδιά έδιναν απαντήσεις όταν τα ρωτούσαν οι γονείς τους και η αστυνομία σχετικά με το ενδεχόμενο, πολλά παιδιά προέβαιναν σε κατηγορίες μετά από επαναλαμβανόμενες συνεδρίες ψυχοθεραπείας. Μερικά από αυτά τα παιδιά δε, προχώρησαν σε κατηγορίες μετά από 10 μήνες θεραπευτικής παρέμβασης.
Τελικά, 90 παιδιά προχώρησαν σε κατηγορίες που αφορούσαν σωματική και σεξουαλική κακοποίηση και 85% από αυτά τα παιδιά αξιολογήθηκαν από τρεις ψυχολόγους. Οι περισσότερες περιπτώσεις κακοποίησης φάνηκε ότι έλαβαν χώρα ανάμεσα στο Σεπτέμβριο του 1988 και τον Δεκέμβριο του 1988. Παρόλο που οι αρχικές κατηγορίες αφορούσαν μόνο τον Bob Kelly, σύντομα επεκτάθηκαν, φέρνοντας ενώπιον του δικαστηρίου με σοβαρές κατηγορίες τουλάχιστον 12 άτομα της μικρής πόλης.
Οι κατηγορίες αφορούσαν σε βιασμούς, σοδομισμό, πεολειχία. Τα παιδιά ισχυρίστηκαν ότι τα έβαζαν να πραγματοποιούν σεξουαλικές πράξεις σε άλλα παιδιά, ότι τα έπαιρναν φωτογραφία κατά τη διάρκεια αυτών των πράξεων και ότι οι κατηγορούμενοι τοποθετούσαν αιχμηρά αντικείμενα στα γεννητικά τους όργανα. Επίσης υπήρχαν κατηγορίες για παράξενες τελετουργίες κατά τη διάρκεια των οποίων οι ιδιοκτήτες του σταθμού τα έδεναν, τα έκαιγαν με κεριά και δολοφονούσαν μωρά. Επίσης, κάποια παιδιά ισχυρίστηκαν ότι τους είχαν χορηγήσει ναρκωτικά που τα έκαναν να αισθάνονται ναυτία και να χάνουν την αίσθηση του τι κάνουν. Το παράξενο είναι ότι κανείς από τους γονείς των παιδιών δεν είχε παρατηρήσει κάτι που να τους κάνει να υποπτευθούν ότι το παιδί τους είχε πέσει θύμα κακοποίησης μέχρι εκείνη τη στιγμή, ούτε κάποιο παιδί είχε προβεί σε αποκαλύψεις στο παρελθόν. Ακόμα και όταν οι γονείς πήγαιναν σε τυχαίες στιγμές στο σταθμό προκειμένου να πάρουν τα παιδιά τους νωρίτερα ή π.χ. επειδή είχαν να πάνε κάπου μαζί, ποτέ δεν είχαν παρατηρήσει κάτι ύποπτο. Μονάχα όταν άρχισαν να αυξάνονται οι κατηγορίες στη μικρή πόλη, οι γονείς άρχισαν να «θυμούνται» γεγονότα ή συμπεριφορές που μπορεί να σχετίζονταν με εγκληματική συμπεριφορά.
Τελικά, η δίκη κράτησε αρκετούς μήνες με τον Bob να βρίσκεται ένοχος για 99 από τις 100 κατηγορίες κακοποίησης και να καταδικάζεται σε 12 φορές ισόβια και άλλα 6 άτομα να λαμβάνουν ποινές από φυλάκιση 7 χρόνων μέχρι ισόβια. Η δίκη ήταν από τις πιο ακριβοπληρωμένες στην ιστορία ενώ οι διαδικασία ήταν πολύ δύσκολη λόγω της συμμετοχής των παιδιών που έπρεπε να αντιμετωπιστούν με διακριτικότητα αλλά και ακρίβεια, Το όλο γεγονός των καταθέσεων και της δίκης έγινε σε γειτονική πόλη, επειδή ήταν αδύνατο να γίνει δουλειά στο Edenton λόγω του λαϊκού αισθήματος που πίεζε για παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. Όλοι οι κατηγορούμενοι φυσικά φυλακίστηκαν μέχρι που, τον Μάιο του 1997, όλες οι κατηγορίες που αφορούσαν στην υπόθεση ανετράπησαν, οι φυλακισμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι και η υπόθεση έκλεισε μετά τη διαπίστωση από την εισαγγελία ότι είχαν γίνει κάποια «διαδικαστικά» λάθη.
Στη γνωστή του μελέτη για την αιτιολογία της υστερίας που δημοσιεύτηκε το 1896, ο Φρόιντ είχε υποστηρίξει ότι στον πυρήνα της νεύρωσης (ιδιαίτερα της γυναικείας) κείτονται απωθημένες αναμνήσεις κακοποίησης από τους γονείς, συχνά τον πατέρα ή άλλους έμπιστους φροντιστές του παιδιού κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων ζωής του. Αυτή η αντίληψη, αναθεωρήθηκε το 1897 υπέρ του Οιδιπόδειου συμπλέγματος και της Θεωρίας της Ενόρμησης. Σήμερα, υπάρχουν προκαταλήψεις κατά της εμπιστοσύνης στις μαρτυρίες των παιδιών. Μέσα από την παρέμβαση γονέων, δικηγόρων, κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων, τα παιδιά μπορεί να εκτεθούν σε πληροφοριακό υλικό που είναι πιθανό να τα μπερδέψει ή να τα παραπλανήσει. Στην πραγματικότητα, η μνήμη των παιδιών κάποτε είχε θεωρηθεί τόσο επισφαλής, που η κατάθεση στα δικαστήρια δεν ήταν έγκυρη.
Στις αρχές, για παράδειγμα, του προηγούμενου αιώνα ο Binet είχε δημοσιεύσει την εργασία του La Suggestibilitē στην οποία τα παιδιά εμφανίζονταν ως δημιουργοί φανταστικών σεναρίων και ως ανίκανα να ξεχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα. Το συμπέρασμα ήταν ότι δεν μπορούσαν να είναι αξιόπιστοι μάρτυρες κατά τη διάρκεια μας συνέντευξης από ενήλικα. Μια τυπική έρευνα της εποχής έδειχνε παιδιά να απαντούν στο εξής ερώτημα: «τι χρώμα είχε το μούσι του κυρίου που επισκέφθηκε το σχολείο μας;» Παρόλο που ο συγκεκριμένος κύριος δεν είχε καθόλου μούσι, πολλά παιδιά έδιναν ένα χρώμα ως απάντηση σε αυτόν που τα ρωτούσε (Ceci, 1994). Άλλες έρευνες (που είχαν φυσικά πολλά μεθοδολογικά μειονεκτήματα) ήταν κατασκευασμένες πάνω στα κοινωνικοπολιτικά πιστεύω συγκεκριμένων εποχών. Μέσα από έναν καταιγισμό ερωτήσεων, τα παιδιά μπερδεύονταν και ακόμα κι αν είχαν κάθε επιθυμία να απαντήσουν με ειλικρίνεια, οι απαντήσεις τους δεν ήταν έγκυρες καθώς δεν είχαν καταλάβει τις ερωτήσεις: σε αυτή την περίπτωση έγραφε ο Bross, ένας κοινωνιολόγος και δικηγόρος, το παιδί που είναι ειλικρινές και το παιδί που ψεύδεται δεν διαφέρουν μεταξύ τους καθώς πολλά εξαρτώνται από τη φύση και το περιεχόμενο της συνέντευξης και - εκτός αν επιθυμούμε να απορρίψουμε εντελώς τις καταθέσεις των παιδιών στα δικαστήρια ως αβάσιμες - αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να τις πάρουμε ως αληθείς.
Σήμερα, χρειάζεται προσεκτικός χειρισμός σε όλες τις παραπάνω δύσκολες περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκονται παιδιά. Η αναγνώριση της θέσης των παιδιών-μαρτύρων στα δικαστήρια ήταν κατάκτηση του γυναικείου κινήματος της δεκαετίας του 70 στην Αμερική. Επειδή στους ξενώνες κακοποιημένων γυναικών έφταναν και πολλά παιδιά-θύματα, έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι δεν ήταν δυνατό για τα παιδιά να αντιμετωπίζονται με τρόπο που να αυξάνει το άγχος και την ανασφάλειά τους – έπρεπε δηλαδή η αντιμετώπιση απέναντι στα παιδιά να διέπεται από σαφείς κανόνες. Στο νόμο για τα θύματα παιδικής κακοποίησης του 1990 (Victims of Child Abuse Act), ο ομοσπονδιακός διοικητής αποφάσισε πάνω σε έναν αριθμό δικαιωμάτων που προστατεύουν τα παιδιά-θύματα και μάρτυρες τραυματικών γεγονότων, μερικά από τα οποία είναι:
Διαφορετικοί τρόποι για την κατάθεση των παιδιών ενώπιον του δικαστηρίου, είτε σε κλειστό περιβάλλον, είτε μέσω βιντεοσκοπημένης μαρτυρίας
Θεωρείται δεδομένη η ικανότητα των παιδιών ως μαρτύρων
Προφύλαξη των παιδιών από δημόσιες εμφανίσεις ή προβολές
Η συνεδρίαση του δικαστηρίου να γίνεται κεκλεισμένων των θυρών εφόσον καταθέτει παιδί
Να δίνεται η άδεια στο παιδί να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του για τον θύτη
Να γίνεται χρήση μιας διεπιστημονικής ομάδας ανθρώπων οι οποίοι να μπορούν να στηρίξουν το παιδί ιατρικά και ψυχολογικά
Να υπάρχει εκπαίδευση όλων των εμπλεκόμενων στη δίκη πάνω σε θέματα που αφορούν στην αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων
Να οριστούν κηδεμόνες οι οποίοι να λειτουργούν προς όφελος του παιδιού
Η διαδικασία να ολοκληρώνεται στο ταχύτερο δυνατό διάστημα
Κατά τη διάρκεια της δίκης να γίνεται χρήση βοηθημάτων (μαριονέτας, σχεδίων που κάνει το παιδί, παιχνιδιών) που θα επιτρέπουν στο παιδί να εκφραστεί καλύτερα (Whitcomb, 1992, pp. 151-152).
Παρόμοιοι κανόνες έχουν θεσπιστεί και για άλλα δικαστήρια. Για παράδειγμα ο νόμος στη Σκωτία, σε μια προσπάθεια να περιορίσει το τραύμα που προέρχεται από τη σεξουαλική κακοποίηση, παίρνει μέτρα για την αφαίρεση της περούκας και της ιδιαίτερης στολής των δικαστών εφόσον καταθέτει παιδί, για την θέση του παιδιού μέσα στην αίθουσα (μπορεί να κάθεται σε τραπέζι σε αντίθεση με το να στέκεται όρθιο), δίνει άδεια σε κάποιον κηδεμόνα ή έμπιστο πρόσωπο του παιδιού να κάθεται πλάι του κατά τη διάρκεια της κατάθεσης και απαγορεύει σε οποιονδήποτε δεν εμπλέκεται άμεσα στην υπόθεση να βρίσκεται μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ωστόσο, αυτοί οι κανόνες ισχύουν για τις περιπτώσεις που η υπόθεση με εμπλεκόμενο παιδί βρίσκει το δρόμο μέχρι τα δικαστήρια και, είναι αλήθεια, ότι η κατάθεση ενός παιδιού είναι από μόνη της μια τραυματική εμπειρία. Πολλές φορές τα πράγματα δεν εξελίσσονται ομαλά. Πριν φτάσει η υπόθεση στο δικαστήριο το παιδί περνάει από μια σειρά συνεντεύξεων για να αποφασιστεί η ικανότητά του να λειτουργήσει ως μάρτυρας. Γίνεται δηλαδή ένα είδος «πρόβας» σε μικρότερο επίπεδο και το παιδί χρειάζεται να μιλήσει αρκετές φορές και με αρκετούς διαφορετικούς επαγγελματίες για την εμπειρία του, πράγμα που αποτρέπει πολλά παιδιά να δώσουν κατάθεση εξαρχής.
Οι ερευνητές προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε θέματα που αφορούν στις διαφορές στη μνήμη ανάμεσα σε ενήλικες και παιδιά, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη το ότι οι περιπτώσεις διαφέρουν έτσι ή αλλιώς. Για παράδειγμα, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ένας πατριός είναι ο θύτης και περιπτώσεις στις οποίες ο θύτης είναι κάποιος άγνωστος προς την οικογένεια του θύματος. Διαφορετικοί ρόλοι - ίδια πράξη: η επίδραση της πράξης όμως πάνω στο παιδί διαφέρει ανάλογα με τη σχέση που είχε με το θύτη στο παρελθόν. Στην πραγματικότητα, έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν λίγα κοινά σημεία ανάμεσα στις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης! Επίσης, όταν αξιολογούμε μια υπόθεση κακοποίησης, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις αλλοιώσεις που μπορεί να έχει υποστεί η κατάθεση εξαιτίας απειλών, φόβου, δωροδοκίας, εκβιασμού και – περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – λαϊκής κατακραυγής. Έτσι το αποτέλεσμα της κατάθεσης καθώς και το τι «θυμάται» ένα παιδί μπορεί να διαφέρουν σε σχέση με το ποιους έχει το παιδί απέναντί του. Άλλωστε τα παιδιά-θύματα έχουν πληγωθεί τόσο βαθειά που μπορεί να θελήσουν να «ευχαριστήσουν» κάποιον ενήλικα που φέρεται ευγενικά και προστατευτικά απέναντί τους σε μια προσπάθεια να βρουν αποκούμπι και όλο αυτό να γίνεται εντελώς ασυναίσθητα (δηλαδή να μην έχουν ως προτεραιότητά τους την αλήθεια, έτσι όπως την ορίζουμε εμείς). Ομοίως, όσο μικρότερα σε ηλικία είναι τα παιδιά, τόσο πιο πιθανό είναι να δεχθούν τη γνώμη κάποιου άλλου ως δική τους.
Άλλες παράμετροι που πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη είναι η κόπωση των παιδιών, η διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η προσωπικότητα αυτού που τους παίρνει συνέντευξη, η σοβαρότητα και η χρήση των λέξεων που γίνεται στη συνέντευξη και η παρουσία περισσότερων ανθρώπων στη συνέντευξη. Επιπλέον, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες ή μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν σκαμπανεβάσματα στις καταθέσεις τους, με αποτέλεσμα να λαμβάνονται ως λιγότερο αξιόπιστα.
Έχει αποδειχθεί ότι η παρουσία συνομηλίκων κατά την ακροαματική διαδικασία αυξάνει τα ποσοστά τα παιδιά-μάρτυρες να «θυμηθούν» πράγματα. Εάν το παιδί δεν συναντήσει κάποιο άλλο πρόσωπο πριν κληθεί να καταθέσει, τότε η κατάθεση έχει μεγάλες πιθανότητες να είναι ακριβής, επειδή όταν υπάρχουν συνομήλικοι στην ομάδα, το παιδί γνωρίζει ότι κάποιος άλλος γνωρίζει ήδη τα γεγονότα και μπορεί να μιλήσει αντί γι’αυτό. Για να μπορέσει να λειτουργήσει βοηθητικά, ο κηδεμόνας του παιδιού-μάρτυρα πρέπει να το συνοδεύει και να κάθεται δίπλα του σε όλες τις διαδικασίες.
Τέλος, η κατάθεση μπορεί να γίνει αφού έχει περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από το γεγονός. Σε αυτή την περίπτωση, ο χρόνος καθώς και το τι έχει μεσολαβήσει μπορεί να αλλοιώσουν το προϊόν της μνήμης. Επίσης, το ίδιο το παιδί έχει ωριμάσει γνωστικά και συναισθηματικά ενώ νέες εμπειρίες και γνώση έχουν προστεθεί στη μνήμη. Γενικά, έχει διαπιστωθεί ότι η μνήμη είναι δυνατή μετά από αρκετές μέρες ή εβδομάδες από ένα γεγονός, αλλά δεν υπάρχουν έρευνες που να μιλούν για την επίδραση του χρόνου πάνω στις μαρτυρίες των παιδιών στα δικαστήρια, επομένως κάθε συμπέρασμα σε αυτή την περίπτωση θα ήταν αυθαίρετο. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά υπήρξε ένα κύμα θεραπευτών που «βοηθούσε» τους ανθρώπους να θυμηθούν τραυματικά συμβάντα από την παιδική τους ηλικία, αλλά η αξιοπιστία αυτών των μαρτυριών έχει πολλάκις αμφισβητηθεί.
Μια άλλη παράμετρος που έχει απασχολήσει τους ειδικούς αυτού του πεδίου είναι ο τρόπος με τον οποίο οι συνεντευξιαστές αποσπούν τις πληροφορίες από το παιδί-μάρτυρα. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτός ο τρόπος ενθαρρύνει την επιβεβαίωση κακοποίησης ενώ επηρεάζει το παιδί προς αυτή την κατεύθυνση, υποτιμώντας τη νοημοσύνη και την ευφυΐα του.
Ένα παράδειγμα από την υπόθεση του παιδικού σταθμού McMartin στην Καλιφόρνια παρουσιάζεται παρακάτω από τον Carson (1998). Ο συνεντευξιαστής κάνει ερωτήσεις για το «παιχνίδι των γυμνών σταρ του σινεμά» (naked movie star game) το οποίο υπήρχαν ισχυρισμοί ότι παιζόταν ανάμεσα στους κατηγορούμενους και τα παιδιά στους χώρους του παιδικού σταθμού. Μετά από μια χρονοβόρα ακροαματική διαδικασία, οι κατηγορίες εναντίον 5 πρώην εργαζομένων στο σταθμό αποσύρθηκαν μετά την υποψία ότι οι απαντήσεις που έδωσαν τα παιδιά «βγήκαν με το τσιγκέλι» με τη «βοήθεια ειδικών»:
Συνεντευξιαστής: Νόμιζα ότι ήταν ένα γυμνό παιχνίδι.
Παιδί: Όχι ακριβώς.
Συν.: Έβγαλε κάποιος τα ρούχα του;
Παιδί: Όταν ήμουν εγώ εκεί δεν υπήρχε κανένας γυμνός.
Συν.: Σε μερικά παιδιά είπαν ότι μπορεί να τα σκοτώσουν. Ήταν κόλπο. Εντάξει…πρόκειται να είσαι ανόητος ή θα είσαι έξυπνος και θα πεις; Μερικοί πιστεύουν πως είσαι έξυπνος.
Παιδί: Θα είμαι έξυπνος.
Συν.: Η κούκλα (που χρησιμοποίησε το παιδί νωρίτερα για τους σκοπούς της έρευνας) είναι ένα κοτόπουλο. Δεν θυμάται τα παιχνίδια αλλά εσύ γνωρίζεις το παιχνίδι των γυμνών σταρ του σινεμά ή μήπως έχεις κακή μνήμη;
Παιδί: Δεν έχω δει αυτό το παιχνίδι.
Συν.: Μάλλον είσαι ανόητος (p. 419)
Αντίθετα έχει διαπιστωθεί ότι όταν τα παιδιά ερωτηθούν με ανοιχτού τύπου ερωτήσεις, όπως για παράδειγμα «Τι συνέβη;» ή «Μήπως έγινε κάτι που σε έκανε να νοιώσεις άβολα;» μπορεί να δίνουν σύντομες απαντήσεις, αλλά αυτές είναι συνήθως ακριβείς. Επίσης η χρήση κούκλας ή μαριονέτας έχει πολύ καλά αποτελέσματα ως προς την κατάθεση ενώ οι ερευνητές αυτού του πεδίου υποστηρίζουν ότι μπορούν να ξεχωρίσουν τα παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση από αυτά που δεν έχουν από την εξής λεπτομέρεια: τα κακοποιημένα παιδιά σε γενικές γραμμές επιδίδονται σε καταστρεπτική συμπεριφορά και δεν δείχνουν ευαισθησία σε ιστορίες στις οποίες κάποιος «υποφέρει» ή «πονάει». Φυσικά αυτή η άποψη έχει τους επικριτές της, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι όλα τα παιδιά σε κάποια στιγμή στη ζωή τους μπορεί να λειτουργήσουν καταστρεπτικά και με έλλειψη ευαισθησίας απέναντι σε μία ιστορία.
Οι επιπτώσεις της κακοποίησης στην ανθρώπινη παιδική ψυχή εμφανίζονται μέσα από συμπτώματα όπως: φόβοι, χαμηλή αυτοεκτίμηση, μετατραυματικό στρες στην εφηβεία, επιδεικτική, ιστριονική συμπεριφορά, αποσυνδετικές διαταραχές, οριακή διαταραχή προσωπικότητας κ.α Δυστυχώς η πρόληψη και η αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων με την παροχή εξειδικευμένης φροντίδας - ιδιαίτερα στη χώρα μας – είναι σχεδόν ανύπαρκτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, ανεπαρκής. Παρά τις προσπάθειες πολλών μικρών ομάδων, δεν δαπανώνται χρήματα για την ψυχική υγεία.
Τα προγράμματα που αποσκοπούν στην πάταξη της βίας και έχουν ως αποδέκτες τα μικρά παιδιά, τους μαθαίνουν αρχικά να αναγνωρίζουν τα σημάδια της βίας, ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτά δεν είναι άμεσα ορατά ή αποτελούν για τον περίγυρο - κατά κάποιον τρόπο - «αποδεκτή» συμπεριφορά π.χ. λεκτική βία, νταϊλίκι κ.λ.π Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως η κοινωνία έχει πολλά ταμπού, τόσα ώστε να μη γίνεται σεξουαλική διαπαιδαγώγηση μέσα στα σχολεία. Επιπλέον, τα προγράμματα αυτά αφορούν και πρέπει να απευθύνονται και στην οικογένεια, τις αρχές και την τοπική κοινότητα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε πως κάνουμε κάτι σημαντικό υπέρ της μείωσης του αριθμού των παιδιών που πέφτουν θύματα κακοποίησης κάθε χρόνο.
Βιβλιογραφία
Carson, R. C., Butcher, J. N., & Mineka, S. (1998). Abnormal psychology and modern life (10th ed.). New York: Longman.
Ceci, S. J. (1994). Cognitive and social factors in children’s testimony. In B. D. Sales & G. R. Vandenbos (Eds.), Psychology in litigation and legislation (pp. 7-28). Washington DC: American Psychological Association.
Ceci, S. J. & Bruck, M. (1995). Jeopardy in the courtroom: a scientific analysis of children’s testimony. Washington DC: American Psychological Association.
Dent, H., & Flin, R. (1992). Children as witnesses. New York: Wiley.
Doris, J. (Ed.). (1995). The suggestibility of children’s recollections. Washington DC: American Psychological Association.
Ennew, J. (1986). The sexual exploitation of children. Oxford: Polity Press.
Giovannoni, J. M., & Becerra, R. M. (1979). Defining child abuse. New York: The Free Press.
Howitt, D. (1992). Child abuse errors: when good intentions go wrong. Great Britain: Harvester Wheat Sheas.
Kempe, H. C., & Helfer, R. E (Eds.). (1980). The battered child (3rd ed.). Chicago: The University of Chicago Press.
Lee, C. M. (Ed.). (1978). Child abuse: a reader and sourcebook. Philadelphia: Open University Press.
Pardeck, J. T. (Ed.). (1989). Child abuse and neglect: Theory, research and practice. Amsterdam: Pardeck John.
Prozan, C. (Ed.). (1997). Construction and dilemmas of reconstruction: childhood sexual abuse of memory. NJ: Jason Aronson Inc.
Ryckman, R. M. (1997). Theories of Personality (6th ed.). USA: Brooks/Cole Publishing Company.
Walker, L. E. A., & A. B. P. P. (Eds.). (1998). Handbook of sexual abuse of children: assessment and treatment issues. USA: Springer Publishing Company.
Wurtele, S. K., & Miller-Perrin, C. L. (1992). Preventing child sexual abuse: sharing the responsibility. USA: University of Nebraska Press, Lincoln and London.