Στη διαχείριση πένθους με το μικρό παιδί*
Η απώλεια είναι μία από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες που ενδέχεται να ζήσουν τα παιδιά και οι νεαροί έφηβοι. Το 2001 οι Harrison και Harrington σημείωσαν το πώς ανάμεσα σε παιδιά στην εφηβεία (11 – 16 ετών) η απώλεια είχε ήδη χτυπήσει την πόρτα σε ποσοστό 78%. Το 2008, ο Owens έγραψε ότι ένα στα 20 παιδιά ηλικίας μικρότερης των 15 ετών θα βιώσει την απώλεια ενός ή και των δύο γονιών πριν την ενηλικίωση, ενώ στο παραπάνω ποσοστό δεν αναφέρονται καν οι θάνατοι που αφορούν σε γονεικές φιγούρες όπως είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες που επηρεάζουν συναισθηματικά τα παιδιά. Ένα χρόνο αργότερα, οι Fauth et al. (2009) κατέγραψαν ένα ποσοστό της τάξεως του 3,5% σε δείγμα παιδιών ηλικίας από 5 μέχρι 16 ετών που είχε ήδη βιώσει τον θάνατο ενός γονιού ή στενού συγγενή και οι ερευνητές υπολόγισαν ότι, μεγαλώνοντας, αυτό το ίδιο ποσοστό διέτρεχε τον κίνδυνο επιπλέον απώλειας συγγενικών προσώπων. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι κυριότερες αιτίες θανάτου σε άνδρες και γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία που θα μπορούσαν να έχουν παιδιά είναι η καρδιακή προσβολή, η αυτοκτονία, ο φόνος και τα ατυχήματα, εκτοξεύοντας την πιθανότητα τα μικρά παιδιά να ζήσουν χωρίς τον ένα ή χωρίς και τους δύο γονείς τους, στα ύψη (World Health Organization, 2009). Υπολογίζεται ότι 73,000 παιδιά χάνουν τη ζωή τους στην Αμερική κάθε χρόνο, το 83% των οποίων αφήνουν πίσω τους αδέλφια και φίλους νεαρής ή πολύ μικρής ηλικίας. Ακόμα και με τέτοια ποσοστά, το Δίκτυο για την Πένθος στην Παιδική Ηλικία (http://childhoodbereavementnetwork.org.uk/) - που καταγράφει κάθε χρόνο τα περιστατικά στη Μ. Βρετανία - υποστηρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το ακριβές μέγεθος της απώλειας που «χτυπάει» την παιδική ηλικία. Οι θάνατοι διαφέρουν και ακόμα, υπάρχει η εμπειρία της απουσίας ή της ασθένειας που κλέβει από τα παιδιά το δικαίωμα να μεγαλώσουν μαζί με τα αγαπημένα πρόσωπα, εκμεταλλευόμενοι κάθε συναισθηματικό πλεονέκτημα που προσφέρει η διαπροσωπική σχέση.
Παρόλο που η απουσία - με όποιον τρόπο κι αν εκδηλώνεται - αναδύει συναισθήματα δύσκολα στη διαχείρισή τους, εντούτοις υπάρχει μικρή επιστημονική βιβλιογραφία που αναφέρεται στην επίδραση της απώλειας στην παιδική ψυχή και ακόμα πιο λίγες αναφορές στη κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη, στην προσαρμογή των παιδιών που επιβιώνουν σε περιβάλλοντα που έχει σημαδέψει ο θάνατος και στη σχολική τους πρόοδο (Akerman & Statham, 2014). Τα περισσότερα άρθρα για το πένθος αφορούν σε μεμονωμένες κλινικές περιπτώσεις που ερευνούν την θετική επίδραση της ψυχοθεραπείας σε παιδιά, την εμπειρία του θανάτου σε εμπόλεμες ζώνες, την πρόληψη κατά των εφηβικών αυτοκτονιών και σε κείμενα που περιγράφουν το πένθος αντί να παρέχουν στατιστικά στοιχεία.
Το πένθος στην παιδική και εφηβική ηλικία κυρίως αξιολογείται όταν υπάρχουν ενδείξεις για τραύμα, όταν δηλαδή ένα παιδί εκδηλώσει συμπτώματα που σχετίζονται με αυτό που αποκαλούμε «τραύμα». Αυτά τα συμπτώματα τότε μπαίνουν στη μέση μιας φυσιολογικής προσαρμογής στην απώλεια και δημιουργούν προβλήματα για το παιδί που τα κουβαλάει. Πρόκειται για μια πολύπλοκη διαδικασία της οποίας η κλινική διάγνωση αφορά σε έντονο άγχος αποχωρισμού που παρουσιάζεται μετά το χαμό προσφιλούς προσώπου. Οι Brent, Perper και Moritz (1993) ισχυρίζονται όμως ότι για τα περισσότερα παιδιά και τους εφήβους, το πένθος ως διαδικασία δεν έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις. Οι Edgar-Bailey και Kress (2010) συνιστούν οι παρεμβάσεις για το πένθος να διαχωρίζονται από την υπερβολή στη γνωμάτευση μιας ψυχοπαθολογικής συμπεριφοράς. Από την άλλη μεριά, οι Hare, Sugawara και Pratt (1986) είχαν από παλιά επιστήσει την προσοχή στην γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών ως διαδικασίες που πλήττονται πρώτες από την απώλεια.
Οι παρεμβάσεις για την αποτελεσματική διαχείριση του πένθους στοχεύουν αφενός στη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων που γεννά η απώλεια (grief-focused interventions), την παραδοχή της και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του παιδιού με το πρόσωπο που έφυγε με την ταυτόχρονη, εποικοδομητική διατήρηση της μνήμης και των αναμνήσεων και τη σταδιακή αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας μέσα στην οικογένεια. Από την άλλη μεριά, τα προγράμματα διαχείρισης του πένθους που εστιάζουν στο τραύμα (trauma-focused interventions) έχουν ως στόχο την καλλιέργεια δεξιοτήτων και την ενθάρρυνση της αυτοέκφρασης με σκοπό τη μείωση των περιπτώσεων που καταλήγουν ιατρικά περιστατικά, την περαιτέρω ενίσχυση των δεσμών του παιδιού με άλλα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντός του και την ομαλή προσαρμογή του στη νέα πραγματικότητα. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις αυτές δεν είναι σχεδιασμένες να χρησιμοποιούνται ως εξολοκλήρου θεραπευτικές μέθοδοι αλλά περισσότερο ως συμπληρωματική βοήθεια ενίσχυσης της θεραπείας που ακολουθείται παράλληλα. Αυτό που είναι σημαντικό να κατανοήσουμε είναι το ότι τα παιδιά είναι ανθεκτικά στην απώλεια και μπορούν να βοηθηθούν σημαντικά μέσα σε ομάδες διαχείρισης (bereavement groups) που προσφέρουν ασφάλεια και αποδοχή.
Τα παιδιά που βιώνουν το θάνατο του ενός από τους δύο γονείς είναι πολύ πιθανό να μη μπορούν να βρουν τη συμπαράσταση που θα ήθελαν από τους συνομήλικους ή το σχολικό περιβάλλον, γράφουν οι Lohnes & Kalter (1994). Στη δύσκολη θέση έρχεται να προστεθεί το μούδιασμα του περιβάλλοντος το οποίο δεν γνωρίζει πώς να αντιδράσει. Πολλοί εκπαιδευτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να θίξουν το θέμα της απώλειας μέσα στην τάξη, με αποτέλεσμα να γίνονται περισσότερες παραπομπές προς εξωτερικούς θεραπευτές και επαγγελματίες υγείας σε σχέση με τη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν οι ίδιοι οι δάσκαλοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα σχολεία στο σύνολό τους δεν προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια στη διαδικασία εξοικείωσης με την έννοια της απώλειας και τη διαχείριση πένθους. Η βοήθεια χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, αυτή που οδηγεί σε μια αντίδραση προς το περιβάλλον (reactive approach), όπως είναι η πρόσκληση προς ένα θεραπευτή να μιλήσει ανοιχτά σε μια συγκέντρωση σχολείου για το θέμα αφού έχει κάτι συμβεί και αυτή που προλαμβάνει (proactive approach) και συμπεριλαμβάνει όλα τα προγράμματα που διδάσκουν στα παιδιά τις γνώσεις και τις δεξιότητες που χρειάζονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα ίδια το πένθος τους Αρκετοί ερευνητές έχουν προτείνει την ενσωμάτωση του θέματος της απώλειας στο πρόγραμμα μαθημάτων, κάτι που θα μπορούσε να μειώσει τα επίπεδα άγχους για τα παιδιά-αποδέκτες μιας κατάστασης αλλά και να καταρρίψει τα στερεότυπα γύρω από τη φθορά και τον αφανισμό χωρίς να χρειάζεται να εμπλέκεται η θρησκεία στη διαδικασία. Ακόμα, τα σχολεία μπορούν να συμβάλλουν στην κάλυψη των κοινωνικο-συναισθηματικών αναγκών των παιδιών, ενισχύοντας την αυτοπεποίθηση και την αντοχή τους απέναντι σε δύσκολες και επίπονες εμπειρίες και ευαισθητοποιώντας το σύνολο υπέρ της προώθησης της ψυχικής υγείας.
*Δέσποινα Λιμνιωτάκη, Ψυχολόγος, Πρόεδρος της Κοιν.Σ.Επ Κοινωνικής Φροντίδας «The Healing Tree» που απευθύνεται σε ανθρώπους που πάσχουν από ψυχικές νόσους και στις οικογένειές τους. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο psychologynow.gr στις 5 Σεπτεμβρίου 2017. Βρείτε το εδώ